Η μετάνοια κατά τους χρόνους του Κυρίου μας αποτελεί το κήρυγμα του τελευταίου προφήτη, του Ιωάννη Βαπτιστή, που κήρυττε βάπτισμα μετανοίας, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον (Μαρκ. 1,4), αλλά και του ίδιου του κυρίου μας Ιησού, που εγκαινιάζοντας την Νέα Διαθήκη, έδωσε για την σωτηρία του ανθρώπου από την αμαρτία το μυστήριο του βαπτίσματος.
Επειδή όμως στον άνθρωπο και μετά το βάπτισμα έμεινε η τροπή προς την αμαρτία, για τον λόγο αυτό ο Κύριος έδωσε στους μαθητές Του και δι’ αυτών σε όλους τους διαδόχους τους, επισκόπους και πρεσβυτέρους, την εξουσία του «δεσμείν και λύειν» λέγοντας «λάβετε πνεύμα άγιον, αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατήτε κεκράτηνται» (Ιω. 20,23).
Στην αρχαία Εκκλησία η εξομολόγηση ήταν δημόσια. Οι πιστοί φώναζαν μέσα στο πλήθος τα αμαρτήματά τους και έλάμβαναν την συγχώρεση. Στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζουμε σχετικά: «Πολλοί των πεπιστευκότων ήρχοντο εξομολογούμενοι και αναγγέλλοντες τας πράξεις αυτών» (Πράξ. 19,18). Η εξομολόγηση ήταν υπόθεση της χριστιανικής κοινότητας. Θα λέγαμε ένα ειδοποιόν στοιχείον, που χαρακτήριζε την ενότητα της Εκκλησίας. Αυτό σήμαινε ότι η αμαρτία κάποιου μέλους της Εκκλησίας είχε αντίκρυσμα σε όλους τους αδελφούς εν Χριστώ, γιατί την Εκκλησία οι πρώτοι χριστιανοί την αισθάνονταν ως κοινό τους σπίτι. Και φυσικά ο κάθε αμαρτάνων θεραπευόταν και αποδεσμευόταν από την αμαρτία, όχι αφ’ εαυτού, αλλά θεραπευόταν με τους κανόνες που έβαζε η Εκκλησία δια των ποιμένων της μέσα στην χριστιανική κοινότητα. Ήταν θα λέγαμε η μετάνοια «κοινοβιακή». Την δημόσια εξομολόγηση, μόνο σ’ αυτήν την διάσταση πρέπει να την κατανοούμε εμείς οι ορθόδοξοι και όχι όπως νομίζουν ότι την κατανοούν οι σημερινοί προτεστάντες.
Κατόπιν, επειδή αυξήθηκε ο αριθμός των πιστών και έγινε δύσκολη η δημόσια εξομολόγηση, δόθηκε χάρισμα της εξομολογήσεως από τους επισκόπους και στους πρεσβυτέρους κι έτσι το μυστήριο της εξομολογήσεως έγινε κάτι το ιδιαίτερο -θα λέγαμε προσωπικό– για τον κάθε πιστό. Από τον υποχρεωτικό χαρακτήρα που είχε πρώτα, έπειτα αφέθηκε στη διάθεση του κάθε πιστού να προσέρχεται κατά τακτά διαστήματα, οπότε επιθυμούσε ο καθένας. Πιθανόν από τον 3ο αι, έπειτα από τους διωγμούς του Δεκίου, ορίσθηκαν και οι πρεσβύτεροι να ασκούν την εξομολόγηση των πιστών, εξ αιτίας των πολλών πεπτωκότων, που αρνήθηκαν την πίστη τους κατά τους διωγμούς.
Οι μετανοούντες της αρχαίας Εκκλησίας, ανάλογα με τα αμαρτήματα που είχαν διαπράξει κατατάσσονται σε διάφορες κατηγορίες μετανοούντων. Τα επιτίμια, δηλ. οι κανόνες που έβαζε η Εκκλησία σ’ αυτούς, ήταν καθορισμένα για την κάθε κατηγορία. Έτσι έχουμε 4 κατηγορίες μετανοούντων:
Α) Των προσκλαιόντων ή χειμαζομένων. Αυτοί κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας παρέμεναν έξω, στο προαύλιο του ναού και ζητούσαν συγχώρεση από τους πιστούς που εισέρχονταν σ’ αυτόν.
Β) Των ακροωμένων. Αυτοί έμεναν στον νάρθηκα του ναού μαζί με τους κατηχουμένους, κατά την ώρα των λεγομένων «κατηχουμένων».
Γ) Των υποπιπτόντων. Αυτοί έμεναν εντός του κυρίου ναού, γονυκλινείς και δακρύοντες και απέρχονταν μαζί με τους κατηχουμένους.
Δ) Των συνισταμένων. Αυτοί έμεναν εντός του ναού όρθιοι, μαζί με τους πιστούς, αλλά δεν μετελάμβαναν τα άχραντα μυστήρια.
Καθένα από τα στάδια αυτά διαρκούσε από ένα έως τρία έτη. Και τα τέσσερα ανωτέρω επιτίμια εκτελούνταν βιωματικά μέσα στον χρόνο του ναού, μέσα στον χώρο του ναού, μέσα στην χριστιανική κοινότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου