Νὰ μὴν πεῖς ποτὲ «θὰ τὸν τιμωρήσει ὁ Θεός»
– Γέροντα, θυμόσαστε ἐκεῖνο τὸ περιστατικὸ ποὺ μᾶς εἴπατε, ποὺ συνέβη ἐδῶ στὴ γέφυρα, στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ τῆς Χαλκίδος;
– Μερικοὶ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν [ὅτι πρέπει] νὰ μὴν πεῖς ποτὲ «θὰ τὸν τιμωρήσει ὁ Θεός, ἔτσι ποὺ κάνει αὐτός»… Ποτὲ νὰ μὴν πεῖτε γιὰ κάποιον: «νὰ τὸν τιμωρήσει ὁ Θεὸς γι’ αὐτὸ ποὺ κάνει».
Ἐγὼ προσευχήθηκα γι’ αὐτόνε ἡ Παναγία νὰ τὸν κάνει νὰ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομά της καὶ σὲ σχεδὸν μισὸ λεπτό, σὲ ἕνα λεπτό, ἄρχισε νὰ φωνάζει «Παναγία μου!»… Δὲν τὸ ἤθελα ποτὲς νὰ πάθει κακό… Δὲν πρόκειται γι’ αὐτὸ τὸ πράγμα ποὺ εἶδα, παιδιά, ἀλλὰ ξέρω θετικὰ ὅτι δὲν πρέπει νὰ βάζουμε τὸ κακὸ στὸ μυαλό μας, λέγοντας, «αὐτὸν θὰ τὸν τιμωρήσει ὁ Θεός, διότι δὲν φέρνεται καλά…».
Καὶ πολλοὶ ἅγιοι ποὺ ἔχουν καταραστεῖ, ἐμένα δὲν μοῦ ἄρεσε
Δὲν πρέπει οὔτε στὸ μυαλό μας νὰ τὸ βάλουμε ὅτι θὰ τὸν τιμωρήσει ὁ Θεός, ἀλλὰ σὰν τὸν Στέφανο νὰ λέμε: «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. 7: 60). Τὸ εἴδατε τί ἅγιο ποὺ ἤτανε αὐτὸ τοῦ Στεφάνου; Ἐγὼ νὰ σᾶς πῶ τὴν ἀλήθεια μου ὅτι καὶ πολλοὶ ἅγιοι ποὺ ἔχουν καταραστεῖ, ἐμένα δὲν μοῦ ἄρεσε. Εἶναι μία παραβίασις τῆς ἀγάπης.
Καταράστηκαν κι ἔπιασε, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὸ καταλάβω. Μπορεῖ νὰ ἤτανε παραδειγματισμός, μπορεῖ…
Ἕνας ποὺ τὸ λέει αὐτό, δὲν ἔχει καλὴ ψυχή
Λοιπόν, λοιπόν, παιδιά, ἀκοῦστε με, σᾶς τὸ λέγω εἰλικρινά, τὸ ἔχω καταλάβει καλά, μὴν καταρᾶσθε καὶ μὴν λέτε οὔτε καὶ αὐτό: «Δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀφήσει αὐτόνε, πρέπει νὰ τὸν τιμωρήσει…». Αὐτὸ ποτὲ νὰ μὴν τὸ πεῖτε. Δὲν φαίνεται, ἀλλὰ μολύνει τὴν ψυχή.
Μὲ ἀκοῦτε; Διότι ἕνας ποὺ τὸ λέει αὐτό, δὲν ἔχει καλὴ ψυχή. Ἡ ψυχή του δὲν εἶναι ἐντάξει. Ἅμα θὰ τὸν ξετάσεις, θὰ τὸν βρεῖς ἄνθρωπο ἀγχώδη, νευρικό, στενόχωρο. Κι ὅμως, ὅπως τὸ λέει, μπορεῖ νὰ τὸ λέει καλά. Ἀλλὰ ἡ ψυχή του μολύνεται. Δὲν φαίνεται, ἀλλὰ πολὺ μολύνεται καὶ ἀσυνείδητα ὁ ἴδιος καταρᾶται καὶ φέρνει τὸ κακό. Δηλαδή, «κακομελέτα κι ἔρχεται, καλομελέτα κι ἔρχεται…». Τά ’χετε ἀκούσει αὐτά; Τί θὰ ποῦνε αὐτά; Ἐπιφανειακά, εἶναι αὐτὰ ποὺ λέτε, στὸ βάθος τους ὅμως σημαίνει ὅταν μελετᾶς τὸ καλό, θα ’ρθεῖ τὸ καλὸ κι ὅταν μελετᾶς τὸ κακό, θὰ ’ρθεῖ τὸ κακό.
Αὐτὸ γίνεται πολὺ εὔκολα, ἰδιαίτερα ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀγχώδης. Ἐκεῖνο ποὺ θὰ καταλάβει, μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα σφίξιμο στὸ στομάχι του σὲ λίγη ὥρα κι ἀπὸ κεῖ νὰ φεύγει ἡ διαβολικὴ δύναμις καὶ νὰ ἐπηρεάζει τὸν ἀπέναντί του. Καὶ τί ξέρει ὁ ἴδιος; Αὐτὸς εἶπε: «αὐτὸ ποὺ κάνει αὐτός, δὲν μπορεῖ, θὰ τὸν τιμωρήσει ὁ Θεός»… Ὅμως, στὴν πραγματικότητα ἤθελε ὁ ἴδιος νὰ τιμωρηθεῖ ὁ δράστης τοῦ κακοῦ.
Εἶναι κάτι μυστικὸ ποὺ ἐνεργεῖ ὁ διάβολος στοὺς νευρωσικοὺς ἀνθρώπους
Ἐγὼ σᾶς λέω ὅτι αὐτὸ ἐμποδίζει τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχῆς μας. Γι’ αὐτό, σὲ κάθε δυσκολία πρέπει ἐκ βαθέων νὰ εὐχόμαστε. Εἶναι κάτι μυστικό… Τὸ λέω μὲ πόνο αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω… Εἶναι κάτι μυστικὸ ποὺ ἐνεργεῖ ὁ διάβολος στοὺς νευρωσικοὺς ἀνθρώπους, μὲ μιὰ πολὺ μεγάλη καὶ κακιὰ δύναμη.
Εἶπα μέσα μου, Παναγία μου, κάν᾽τον ἀντὶ νὰ σὲ βλαστημάει, νὰ σὲ παρακαλεῖ μὲ λαχτάρα
Ἐγὼ ἐκεῖνο ποὺ ἔκανα τότε καὶ μοῦ συνέβηκε πῆγα καὶ τὸ ἐξομολογήθηκα μετὰ δακρύων. Αἰσθάνθηκα ὅτι εὐχήθηκα καὶ εἶπα, Παναγίτσα, κάν᾽τονε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ποὺ σὲ βλαστημάει νὰ ἐπικαλεῖται μὲ λαχτάρα τὸ ὄνομά σου καὶ ὄντως ἔγινε ἔτσι ἀκριβῶς.
Ἦταν ἕνας καροτσέρης, ποὺ εἶχε φορτωμένο τὸ κάρο του μὲ καφάσια σταφυλιῶν ἐπιτραπέζιων καὶ βλαστημοῦσε τὴν Παναγία. Περνοῦσε ἀπὸ τὴν γέφυρα στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμό, πάνω ἀπὸ τὶς γραμμὲς τοῦ τρένου, καὶ τὸ ἄλογό του σταμάτησε νὰ προχωράει. Κι αὐτὸς βιαζότανε, γιατὶ τὸ τραῖνο σφύριζε… Κι ἤθελε νὰ προλάβει νὰ φορτώσει. Βλαστήμαγε τὴν Παναγία, ἔδερνε τὸ ἄλογο καὶ βλαστήμαγε…
Ἄκουσα τὶς βλαστήμιες τὶς φοβερὲς καὶ εἶπα μέσα μου: «Παναγία μου, κάν᾽τον ἀντὶ νὰ σὲ βλαστημάει, νὰ σὲ παρακαλεῖ μὲ λαχτάρα».
Ὁ καροτσέρης φώναζε: «Παναγίτσα μου!»
Ὁ καροτσέρης ἔδερνε καὶ ἔσπρωχνε τὸ ἄλογο, γιὰ νὰ ξεκινήσει, νὰ τρέξει… Ἀφηνίασε λοιπὸν τότε τὸ ζῶο κι ἄρχισε νὰ τρέχει. Τὸ κάρο πῆγε νὰ ἀναποδογυρίσει καὶ ἔσπασε ἡ ρόδα, ἐπειδὴ πῆρε ὅλο τὸ βάρος. Ὁ ἄξονας τῆς ρόδας ἐτρύπησε ἕνα μεγάλο βαρέλι ποὺ ἤτανε γεμάτο μοῦστο. Τὸ κάρο ἀναποδογύρισε καὶ ὁ καροτσέρης βρέθηκε κάτω ἀπὸ τὸ βαρέλι μὲ τὸν μοῦστο. Τὸ ἄλογο ἔφυγε καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔτρεξαν νά τὸν βγάλουν. Ὁ καροτσέρης εἶχε πιάσει τὸ κεφάλι του μὲ τὰ δυό του χέρια καὶ φώναζε: «Παναγίτσα μου, Παναγίτσα μου!».
Ἐγὼ ἤμουν ἀκριβῶς ἀπὸ πάνω, ἐκεῖ ποὺ πάει ὁ δρόμος γιὰ τὰ Χάνια, καὶ τὸ εἶδα αὐτὸ τὸ θέαμα. Πολὺ μὲ ἐντυπωσίασε καὶ μὲ στενοχώρησε. Μοῦ πέρασε ἡ ἰδέα ὅτι ἐγὼ δὲν τὴν εἶπα καλὰ τὴν εὐχή, ποὺ παρακάλεσα τὴν Παναγία νὰ τὸν φωτίσει, νὰ τὸν κάνει νὰ τὴν ἐπικαλεῖται. Τό ’ριξα στὸν ἑαυτό μου. Ἕνα μπερδεμένο πράγμα ἦταν… Ἐγὼ τὸ πέρασα γιὰ δική μου κακία. Ὅμως δὲν κατάλαβα κακία, σᾶς τὸ λέω εἰλικρινά.
Μπορεῖ νὰ λὲς κάτι ὡς ἀληθινή σου εὐχὴ καὶ ἀσυνείδητα νὰ μὴν εἶναι εἰλικρινές
Τόσα χρόνια στὸ Ἅγιον Ὄρος, λάτρευα τὴν Παναγία μητέρα λοιπὸν καὶ ἄκουσα αὐτὸν νὰ τὴν βλασφημεῖ καὶ μοῦ κακοφάνηκε. Κι ὅταν ἐπικαλέστηκα τὴν Παναγία, μοῦ φαίνεται ὅτι τὴν ἐπικαλέστηκα μὲ λύπη, ἀλλὰ φαίνεται ὄχι μὲ ἀγάπη. Δὲν τὸ κατάλαβα πῶς…, μπορεῖ νὰ ἦταν μὲ ἀγάπη, δὲν τὸ κατάλαβα, σᾶς τὸ λέω.
Ὅμως μέσα στὸ μυαλό μου ἔχει μείνει ἡ ἰδέα ὅτι μπορεῖ νὰ λὲς κάτι καὶ ἀσυνείδητα νὰ μὴν εἶναι εἰλικρινές. Δηλαδὴ νὰ μοῦ λὲς ἐμένανε «Συγχώρα με, Γέροντα, γι’ αὐτὸ ποὺ σοῦ ἔκανα» καὶ μέσα σου νὰ μὴ ζητᾶς συγχώρηση. Μπορεῖ νὰ λὲς συγγνώμη, ἀλλὰ μέσα σου νὰ μένει τὸ τραῦμα. Ἄλλα νὰ λέει τὸ στόμα καὶ ἄλλα ἡ καρδιά.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου “Θὰ σᾶς πῶ…“
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου