-…Εγώ δεν κάνω τίποτα και βαριούμαι φοβερά!
Να, σήμερα το πρωί, ώσπου να ξυπνήσει ο αδερφός μου, περνούσα και ξαναπερνούσα το χέρι μου μες στις αχτίδες του ήλιου και κοίταζα τα σκονάκια που χοροπηδούσαν, έτσι, για να περνά η ώρα.
Δεν ξέρω πως να σκοτώσω τις ατέλειωτες ώρες της ημέρας!
Η Γνώση γέλασε.
-Θες να τις σκοτώσεις ή να τις μεταχειριστείς;ρώτησε
-Το ίδιο δεν κάνει;
-Όχι! Η ώρα πάντα περνά. Μα αν κάνεις περιττά πράματα, τη σκορπάς, ενώ αν κάνεις δουλειές με σκοπό, τη μεταχειρίζεσαι.
-Δεν το συλλογίστηκα αυτό ποτέ, είπε συλλογισμένο το Βασιλόπουλο.
Και μένα η ώρα μου φαίνεται ατελείωτη!
-Και όμως η ώρα είναι πολύτιμη, αποκρίθηκε η Γνώση.
Σε τι καταγίνεσαι όλη μέρα;
-Σε τίποτα! Σε τι μπορώ να καταγίνω;
Ο καθένας ζει και καταγίνεται για τον εαυτό του, κι εγώ δεν έχω ανάγκη από τίποτα.
-Μα ο τόπος σου έχει ανάγκη από σένα.
-Μπα! Ο καθένας φροντίζει για τον εαυτό του και κουτσοζεί.
-Καλά το είπες, πως κουτσοζεί. Το καταδέχεσαι όμως;
-Τι να του κάνω;
-Αν ο καθένας σκέπτουνταν λιγότερο το άτομό του και δούλευε περισσότερο για το γενικό καλό, θα έβλεπε μια μέρα πως πάλι για τον εαυτό του δούλεψε, και πως αντί να κουτσοζεί κατάφερε να καλοζεί.
Απόσπασμα από το “Παραμύθι χωρίς όνομα” της Πηνελόπης Δέλτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου