Σε μια πόλη πήγαν δύο μοναχοί για να ζητιανέψουν και καθώς περνούσε ο ένας από κάποιο μέρος, του φωνάζει μια κοινή γυναίκα·
– Σώσε με, πάτερ, όπως ο Θεός έσωσε την πόρνη.
Αυτός χωρίς να υπολογίσει τη ντροπή του κόσμου ή τον περίγελο τους, της λέει·
– Ακολούθα με, και κρατώντας την από το χέρι βγήκε φανερά από την πόλη, ενώ όλοι τον έβλεπαν.
Βγήκε λοιπόν η φήμη ότι ο αββάς πήρε για γυναίκα του την κυρά-Πορφυρία, έτσι τη λέγανε. Ενώ έφευγαν για να τη βάλει σε μοναστήρι, βρήκε η γυναίκα σε μια εκκλησιά ένα παιδί παρατημένο κατάχαμα και το πήρε για να το μεγαλώσει.
Μετά από ένα χρόνο ήρθαν μερικοί στην πόλη, που ζούσαν ο αββάς και η Πορφυρία η πόρνη και βλέποντάς την με παιδί της λένε·
– Πραγματικά καλό αββαδάκι σκάρωσες.
Δεν είχε πάρει ακόμα αυτή το μοναχικό σχήμα. Γύρισαν πίσω στην Τύρο, από εκεί την είχε πάρει ο αββάς, και γέμισαν τον κόσμο ότι· “Γέννησε παιδί του αββά η κυρά-Πορφυρία, εμείς τόδαμε με τα ίδια μας τα μάτια. Είναι φτυστό ο αββάς!”.
Όταν σαν από θεία φώτιση κατάλαβε ο αββάς ότι έρχεται το τέλος του, λέει στην αμμά Πελαγία – έτσι την ονόμασε όταν της έδωσε το άγιο σχήμα:
– Έλα, θα πάμε στην Τύρο, έχω μια δουλειά εκεί και θέλω νάρθεις μαζί μου.
Μη μπορώντας αυτή να του φέρει αντίρρηση, τον ακολούθησε και ήρθαν και οι δυο μαζί με το παιδί, που ήταν περίπου εφτά χρονών. Αμέσως σκόρπισε η φήμη· “Η Πορφυρία, η πόρνη, ήρθε εδώ μαζί με τον άντρα της, τον αββά”.
Όταν αρρώστησε ο αββάς και ήταν ετοιμοθάνατος λέει·
– Φέρτε μου αναμμένα κάρβουνα.
Τόφερε ο Θεός και την ώρα εκείνη είχαν έρθει να τον επισκεφτούν περίπου εκατό άτομα από την πόλη. Έρχεται μια φορά το θυμιατό γεμάτο κάρβουνα.
Τα πήρε, τα άδειασε στο στιχάριό του και είπε·
– Μα τον Θεό, που φύλαξε τη βάτο άφλεκτη από τη φωτιά, όπως δεν άρπαξε φωτιά το στιχάριό μου από τα κάρβουνα, έτσι και εγώ από τότε που γεννήθηκα δεν αμάρτησα με γυναίκα.
Θαύμασαν όλοι, που δεν κάηκε το στιχάριό του, και δόξασαν τον Θεό που έχει κρυφούς δούλους.
Με αφορμή την αμμά Πελαγία, που κάποτε τη λέγανε Πορφυρία, και άλλες πόρνες ακολούθησαν το παράδειγμά της, απαρνήθηκαν τον κόσμο και αποσύρθηκαν μαζί της στο μοναστήρι της.
Ο δούλος του Θεού, που της έδωσε το μοναχικό σχήμα, μόλις έκανε την αποκάλυψη και έμαθαν όλοι την αθωότητά του, παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον Θεό.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Από το βιβλίο του Δημητρίου Γ. Τσάμη, “Μητερικόν”, τόμος Β’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου