Βλέποντας έναν καλό άνθρωπο να υποφέρει, ένας καλός άνθρωπος συμπάσχει μαζί του, καθώς αισθάνεται συμπάθεια. Και έτσι από το ένα πρόβλημα αναδύεται ένα άλλο: για ποιό λόγο υποφέρει και αυτός; Αντιλαμβανόμενος κάτι τέτοιο εκείνος που η πίστη του είναι αδύναμη, πέφτει σε πειρασμό. Και βλέποντάς το αυτό, ένας άνθρωπος που έχει ροπή προς την αμαρτία λύνει το ζήτημα κατά τρόπο επικίνδυνο γι’ αυτόν: ποιό το όφελος, λέει, να είναι κανείς ενάρετος; Έτσι εκείνος που ρέπει στην απιστία λύνει το ακατανόητο πρόβλημα με ένα άλλο ασύγκριτα πιο ακατανόητο, λέγοντας ότι η τύχη κυβερνά τον κόσμο και τα έργα των ανθρώπων.
Ω εσύ, που είσαι ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες! Ω εσύ, η πιο αγνή από τις θυγατέρες των ανθρώπων! Ακόμη και σε σένα ο σοφός γέρων Συμεών δεν δίστασε να θέσει τούτο το ζήτημα, λέγοντας: « Ναι, μια ρομφαία θα διαπεράσει και την δική σου καρδιά». Εκείνη η ημέρα,- εκείνη η τρομερή και φοβερή ημέρα, αλλά συνάμα ημέρα σωτηρίας- έλυσε για σένα το πρόβλημα αυτής της προφητείας. Οι άκανθοι του στεφάνου του Ιησού, τα καρφιά του σταυρού Του, η λόγχη που τον τρύπησε, οι πληγές Του, η οδυνηρή Του αναφώνηση, η ματιά Του καθώς πέθαινε- αυτά είναι τα σπαθιά που τρύπησαν την μητρική σου καρδιά τόσο βαθιά, όσο τέλεια ήταν η αγάπη σου, όσο ασύγκριτη ήταν η αγνότητά σου.
Και τώρα που κατοικείς στη θεία δόξα του Υιού σου, το πρόβλημα του ασύγκριτου γεγονότος σού έχει ήδη εξηγηθεί: επειδή τώρα στο φως του Θεού θεωρείς γιατί ήταν απαραίτητο ακόμη και η δική σου καθαρή καρδιά να τρυπηθεί από τη ρομφαία, και πως αυτό εναρμονίζεται με την άπειρη σοφία, τη δικαιοσύνη και το έλεος της Θείας Πρόνοιας, καθώς και με τη δική σου αιώνια ευτυχία.
Ω εσύ, μητέρα του Φωτός! Φέρε μας εδώ κάτω μια σπίθα από το φως του Χριστού, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε κι εμείς το μυστήριο των επίγειων θλίψεων και καταστροφών, όχι τόσο γιατί θα το επιθυμούσε η περιέργειά μας, όσο γιατί είναι αναγκαίο για την ειρήνη και την σωτηρία μας.
Δεν θα υπήρχε κακό στον κόσμο, ούτε συμφορές στους ανθρώπους, αν δεν υπήρχε η αμαρτία· « δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν» (Ρωμ. 5, 12), λόγος στον οποίο περιέχεται το σύνολο των επίγειων θλίψεων και συμφορών. Εξ αιτίας της αμαρτίας ο άνθρωπος καταδικάστηκε σε αναγκαστικό και εξουθενωτικό μόχθο, αντί για μια ελεύθερη και εύκολη άσκηση: « εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου»( Γεν. 3, 19). Η αμαρτία γέννησε την ασθένεια: «εν λύπαις τέξη τέκνα» ( Γεν. 3, 16). Η αμαρτία γέννησε το θάνατο: « από του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού. Η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» ( Γεν. 2, 17).
Όμως ο άνθρωπος έχοντας χάσει την ευχαρίστηση της πρωτογενούς, αγνής του ύπαρξης, όπως και αυτή του σύμπαντος, έχασε και την κατανόηση της. Όπως το ψάρι που κινείται στο νερό, δεν γνωρίζει την καλύτερη και τελειότερη ζωή των ζώων που αναπνέουν τον αέρα, έτσι και η δυστυχισμένη ψυχή του ανθρώπου, βυθισμένη στον παχυλό και διεφθαρμένο κόσμο, και ζώντας σε αυτόν όπως το ψάρι στο νερό, δεν γνωρίζει την αιθέρια και αδιάφθορη ζωή του Παραδείσου. Από εδώ προέρχονται οι αμφιβολίες του νου, που διαλογίζεται βασισμένος μονάχα στις φυσικές του δυνάμεις, όσον αφορά στην πραγματικότητα μιας τέτοιας ζωής και στην δυνατότητα ύπαρξης της……
Μετά το γενικό ερώτημα των δοκιμασιών της ανθρωπότητας, όπως το γιατί οι δοκιμασίες υπάρχουν στο κράτος της Πρόνοιας, ο ερευνητικός νους θέτει δύο ιδιαίτερα ερωτήματα: πρώτον, γιατί υποφέρουν και οι αθώοι; Δεύτερον, γιατί εκείνοι που είναι ένοχοι δεν υποφέρουν ανάλογα με την ενοχή τους, και γιατί συχνά αυτοί που είναι λιγότερο ένοχοι υποφέρουν πολύ περισσότερο;
Προς τούτο ας εξετάσουμε την ανθρωπότητα, όχι με τη δική μας επιφανειακή ματιά, αλλά με τη βαθιά διεισδυτική ματιά των ανθρώπων που έχουν λάβει φώτιση από ψηλά. Με ποιά όψη εμφανίζεται η ανθρωπότητα σ’ αυτούς; «Πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» ( Ρωμ. 2, 23) λέγει ο άγιος Παύλος. «Τις γαρ καθαρός έσται από ρύπου» ρωτά ο Ιώβ και απαντά: «Αλλ’ ουδείς. Εάν και μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης» ( Ιώβ 14, 4-5). «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησεν με η μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7) εξομολογείται ο Δαυίδ, χωρίς να φοβάται από αυτή τη διακήρυξη να καταπατήσει το νόμο της τιμής πρός τους γονείς.
Τι σημαίνει λοιπόν αυτό; Ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ήδη αμαρτήσει με τον Αδάμ, ο οποίος καθώς γέννησε παιδιά αφού είχε αμαρτήσει, δεν μπορούσε να μεταβιβάσει σε αυτούς, χωρίς ένα θαύμα, εκείνο πού πλέον δεν κατείχε- την αγνότητα και το αδιάφθορον. Μα τους μεταβίβασε φυσικά αυτό που είχε και ο ίδιος- την αμαρτία και τη φθορά. Ίσως κάποιος από μας θα προσπαθούσε να ρωτήσει: «Πως είμαστε λοιπόν ένοχοι, έχοντας άθελα μας κληρονομήσει από τον Αδάμ την αμαρτία και τη φθορά;» Σε ένα τέτοιο, αν προσέχει τον εαυτό του, θα μπορούσε να του απαντήσει, αντί για μένα, η συνείδησή του, και να σφραγίσει τα χείλη του, γιατί η συνείδησή του μπορεί να επισημάνει στη ζωή του καθενός στιγμές που δεν ήμασταν πιστοί στις καλές παρορμήσεις μας, οι οποίες παρέμειναν ισχυρές ακόμη και μετά την κληρονομική κατάπτωση. «Μείζων εστίν ο Θεός της καρδίας ημών και γινώσκει πάντα». Και διακρίνει σε εμάς ακόμη κι εκείνες τις λεπτές ηθικές ακαθαρσίες, τις οποίες η συνείδηση, που περισσότερο ή λιγότερο έχει σκληρυνθεί, δεν μπορεί καν να αντιληφθεί. «Εάν ανομίας παρατηρήσης, Κύριε, Κύριε, τις υποστήσεται;» (Ψαλμ. 129, 3).
Με αυτή την σκέψη, το ερώτημα «Γιατί υποφέρουν και οι αθώοι;» όχι μόνο απαντάται, αλλά και ακυρώνεται. Διότι, αν κρίνουμε δίκαια, δεν υπάρχουν αθώοι επί της γης, και κατα συνέπεια όλοι εκείνοι που υποφέρουν, υποφέρουν γιατί λίγο-πολύ είναι ένοχοι, εκτός από Έναν, «ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν», και του οποίου τα πάθη, απολύτως μυστικά, έχουν μια εξαιρετικά ευλογημένη σημασία για μας, διότι « Αυτός δε ετραυματίσθη διά τας αμαρτίας ημών και μεμαλάκισται διά τας ανομίας ημών. Παιδεία ειρήνης ημών επ’ αυτόν, τω μώλωπι αυτού ημείς ιάθημεν» (Ησαΐας 53, 5). Αυτός σήκωσε και φέρει τα βάρη που μας συνθλίβουν, κατορθώνοντας ταυτόχρονα να μας σηκώσει από την πτώση μας.
Όσο για το ερώτημα: « Γιατί άνθρωποι, οι οποίοι δεν είναι ενδεχομένως αναμάρτητοι, αλλά σε όλες τις εξωτερικές τους εκδηλώσεις αθώοι, υποφέρουν μερικές φορές υπέρμετρα;» απαντώ: Ποιός μπορεί να κατηγορήσει τη Θεία Πρόνοια για υπερβολή σε κάτι τέτοιο; Αν παραδεχτούμε ότι αυτός που υποφέρει δεν είναι αναμάρτητος, και αν ξέρουμε πως κάθε αμαρτία είναι μια παράβαση του νόμου, και γι’ αυτό μια ανταρσία κατά του θελήματος του Θεού, του Νομοθέτη, μια επανάσταση στη βασιλεία του Θεού, μια προσβολή εναντίον της αιώνιας μεγαλειότητος του Θεού, τότε πείτε μας, ποιά αμαρτία είναι τόσο μικρή για τον πρόσκαιρο πόνο, και ποιός πρόσκαιρος πόνος τόσο μεγάλος για την αμαρτία;
Κανείς δεν διαφωνεί πως όλες οι αμαρτίες δεν είναι εξίσου βαρειές και πως υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί ενοχής σε αμαρτίες του αυτού είδους. Όμως, ποιός ανάμεσά μας είναι ικανός να ζυγίσει ακριβοδίκαια αυτό το βάρος και να καθορίσει σωστά αυτό το βαθμό; Είναι απαραίτητο επομένως να βάλουμε στη ζυγαριά και να υπολογίσουμε, όχι μόνο την ορατή πράξη, αλλά και τις μή ορατές προθέσεις. Την κρυμμένη πρόθεση, την κρυφή σκέψη, την δύναμη και την αστάθεια, τη γνώση και την άγνοια, τις βοήθειες και τα εμπόδια, τη γοητεία που ασκεί το κακό και την ενθάρρυνση για το καλό, την έλλειψη προσοχής για τα πράγματα που δεν καταλάβαμε ακόμη και την απιστία σε αυτό που έχουμε διδαχτεί από την πείρα. Ισχυρογνωμοσύνη και μετάνοια, σκληροκαρδία και μεταμέλεια. Όμως για ποιόν είναι όλα αυτά δυνατά, εκτός από Εκείνον μόνο, τον ετάζοντα καρδίας και νεφρούς, τον Πανταχού Παρόντα και Παντογνώστη; Για να είμαστε επίσης σε θέση να μετρήσουμε το βάρος του πόνου, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας, εκτός από την ορατή του όψη, τον βαθμό ευαισθησίας αυτού που υποφέρει. Την ανεπάρκεια, την απουσία παρηγοριάς, ή αντιθέτως την αφθονία της, και κατά πόσο για τον εξωτερικό παρατηρητή υπάρχει στην παρηγοριά όριο και μέτρο. Πώς, λοιπόν, μπορούμε να μιλάμε για υπερβολικό πόνο ανάλογο με το βάρος της αμαρτίας, αν όχι τυχαία και περιστασιακά;
Ο Θεός ορίζει τη ζωή του ανθρώπου, που μολύνθηκε από την αμαρτία, όχι μόνον ως Κριτής, του οποίου θα έρθει η ώρα με τη συντέλεια, αλλά ακόμη, και κυρίως, ως Μέγας Ιατρός, ο οποίος είναι Παρών σήμερα. Για το λόγο αυτό ορίζει στον άνθρωπο μέτρο δοκιμασίας και θλίψεως, μερικές φορές όχι μόνο ως ανταμοιβή των έργων του, αλλά σαν δόση φαρμάκου, ικανού να υπερνικήσει τη δύναμη της αμαρτωλής ασθένειας…
Επιπλέον, ο Μέγας Ιατρός προσφέρει τον Εαυτό του για τη θεραπεία της ασθένειας της ψυχής, όχι μόνο όταν είναι εμφανής, αλλά το βλέμμα Του διεισδύει στα βάθη της ψυχής που είναι αθέατα, στην ψυχή την ίδια, και ανιχνεύει εκεί το μικρό σπέρμα της αμαρτίας, πάθους, ισχυρογνωμοσύνης, αυτοϊκανοποιήσεως, ακόμη και το παραμικρότερο κράμα κακίας και ακαθαρσίας με καλές προθέσεις και διαθέσεις, και τραβά έξω, μέσω της δοκιμασίας, εκείνα τα άρρωστα στοιχεία, που μπορούν να θεραπευτούν, ώστε η ψυχή να οδηγηθεί σε μεγαλύτερη αγνότητα.
Μήπως δεν συμβαίνει να βλέπουμε ανθρώπους με τακτοποιημένη ζωή, που έχουν θεληματικά καταφύγει στο Θεό, να αποστερούνται από κάτι που πολύ αγαπούν- όπως για παράδειγμα, παιδί ή σύζυγο, επίγεια τιμή, δόξα ή περιουσία-, να παραδίδονται τόσο πολύ στη θλίψη, ώστε να επικεντρώνουν όλη τη ζωή τους σ’ αυτήν, και να μην είναι πλέον σε θέση να δυναμώσουν τον εαυτό τους μ’ εκείνες τις λογικές σκέψεις που δεν είχαν ανάγκη πρίν; … Τί σημαίνει αυτό; Ότι αγαπούσαν υπέρμετρα τους αγαπημένους τους, ότι τους αγαπούσαν περισσότερο από το Θεό, μολονότι δεν είχαν συνείδηση αυτού του πράγματος ούτε οι ίδιοι. Τα παιδιά τους, ο σύζυγος ή η σύζυγος, η τιμή, η δόξα ή η περιουσία ήταν τα είδωλα της καρδιάς τους. Τί απομένει λοιπόν σε Αυτόν, ο οποίος γνωρίζει την καρδιά και αγαπά τη ψυχή, από το να πάρει από μας το είδωλό μας, να αποσπάσει, ακόμη κι αν αυτό είναι τόσο οδυνηρό, την υπερβολική αγάπη για το πλάσμα από τη ψυχή, την οποία επιθυμεί να την γεμίσει θεϊκή αγάπη; Εκείνος αγαπά, ευσπλαγχνείται, αποκαθαίρει, θεραπεύει και προετοιμάζει για την ευτυχία. Ενώ εμείς κοιτάζουμε και λέμε: « Πόσο σκληρή είναι η επίσκεψή Του!».
Τέλος, πρέπει να ομολογήσουμε ότι υπάρχουν παθήματα που καθιστούν εντελώς αδύνατη την ερώτηση: « Για ποιό λόγο, για ποιό σκοπό;» Για τα οποία δεν χρειάζεται να κατηγορήσουμε έναν άνθρωπο, μα πρέπει να μάθουμε να δικαιώνουμε την Θεία Πρόνοια. Τέτοιες είναι οι δοκιμασίες του Ιώβ, των προφητών, των Αποστόλων, της Αγίας Παρθένου…
Πόσο παρηγορητικό και αξιόπιστο πειστήριο παρέχει η συνείδηση, όταν η φωτιά της δοκιμασίας δεν μπορεί να βλάψει το χρυσάφι της. Όταν στην κάμινο του πόνου η αγάπη πρός τον Θεό καίει πιο λαμπρά. Όταν, μέσω της εξωτερικής νέκρωσης της φύσεως, λάμπει εκεί η εσωτερική της χάριτος, και ο ουρανός που κατοικεί στον άνθρωπο στερεώνει μέσα του την ελπίδα του παραδείσου.
Πιστέψτε, ω εσείς άπειροι, ότι εκείνοι οι άνθρωποι δεν ψεύδονται, όταν μιλούν για την χαρά μέσα στον πόνο, και όταν στη φωτιά της δυστυχίας ψάλλουν και προσεύχονται στον Θεό με την ίδια βεβαιότητα, ελευθερία και αγαλλίαση, όπως έκαναν οι τρεις παίδες εν καμίνω στη Βαβυλώνα.
(«Η Θεολογία της καρδιάς» – Άγιος Φιλάρετος Μόσχας, Κηρύγματα και Ομιλίες, Εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήναι 2008).