Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Ψωροκώσταινα: Ποια ήταν η γενναιόδωρη Ελληνίδα που έσωσε δεκάδες ορφανά από την πείνα;


Μπορεί σήμερα το να αναφερόμαστε σε κάποιον ώς «Ψαροκώσταινα» να έχει μία χροιά κακομοιριάς και απαξίωσης, κυρίως για να αποδώσει την άσχημη κατάσταση της χώρας, όμως το πρόσωπο της αναφοράς κάθε άλλο παρα απαξίωση εξέπεμπε. Η Πανωραία Χατζηκώστα, ήταν μία ηρωική και αξιέπαινη Ελληνίδα που εζησε τα χρόνια της επανάστασης.

Η Πανωραία Χατζηκώστα, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, έζησε στα δύσκολα της ελληνικής Επανάστασης. Το 1821, μετά την καταστροφή του Αϊβαλιού από τους Τούρκους, μεγάλο μέρος του πληθυσμού του σφαγιάστηκε και το υπόλοιπο βρήκε σωτηρία στα Ψαρά.

Τόσο τον άντρα της, Κώστα Αϊβαλιώτη, πλούσιο έμπορο, όσο και τα παιδιά της, τους έσφαξαν μπρος τα μάτια της οι Τούρκοι. Η ίδια πάμφτωχη και ολομόναχη, βρέθηκε αρχικά στα Ψαρά, απ’ όπου πήρε και το προσωνύμιο Ψαροκώσταινα και έπειτα στο Ναύπλιο.

Εκεί, ξεκινά ένας δυσβάστακτος αγώνας επιβίωσης, για την άλλοτε αρχόντισσα, καθώς για να βγάλει το ψωμί της, αναγκάζεται να κάνει την αχθοφόρο και την πλύστρα. Παρά τα προβλήματά της όμως, παίρνει υπό την προστασία της ορφανά παιδιά αγωνιστών, τα οποία για να τα θρέψει, γυρνά από σπίτι σε σπίτι και ζητιανεύει.

Τα χαμίνια της παραλίας την παίρνουν στο κατόπι και την φωνάζουν Ψωροκώσταινα. Το 1826, ενώ μαίνονταν η πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Ιμπραήμ, διενεργήθηκε έρανος στην κεντρική πλατεία της πόλης, για την ενίσχυση των αποκλεισμένων μαχητών. Οι υπεύθυνοι μάταια ζητούσαν από τον πολύπαθο λαό να βάλει το χέρι στην τσέπη. Η φτώχια και η εξαθλίωση ήταν συγκάτοικος σε κάθε ελληνικό σπίτι.

Το παρατσούκλι της μεγαλόκαρδης Πανωραίας, συχνά σήμερα παρομοιάζεται με την ένδεια της ελληνικής οικονομίας Τότε και ενώ κανένας δεν πλησίαζε το τραπέζι, η φτωχότερη όλων, η χήρα Χατζηκώσταινα, βγάζει το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλό της και μαζί με ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της, τα ακουμπά στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής.

«Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».

Η απρόσμενη αυτή χειρονομία έκανε κάποιον από το πλήθος να αναφωνήσει:

«Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της» κι αμέσως ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο.

Ένας, ένας όλοι άρχισαν να αποθέτουν στο τραπέζι του εράνου λίρες, γρόσια και ασημικά, ότι είχε ο καθένας από το υστέρημά του.

Έπειτα από το περιστατικό του εράνου, όταν έφτασε ο Καποδίστριας στην Ελλάδα, τη συμμάζεψε κι όταν ίδρυσε το ορφανοτροφείο, η Πανωραία προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά πληρωμή.

Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος παρομοίασε το Ελληνικό Δημόσιο με την Ψαροκώσταινα. Ο συσχετισμός αυτός άρεσε και έμεινε.

Αργότερα, επί της βασιλείας του Όθωνα, οι αγωνιστές συνήθιζαν να αποκαλούν ειρωνικά την βαυαρική αντιβασιλεία «Ψωροκώσταινα» και αυτή γεμάτη περιφρόνηση ανταπαντούσε, σε όσους ζητούσαν τη βοήθεια του κράτους για να συντηρηθούν, «όλοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να ζήσουν».


 

Οι Έλληνες ήρωες του 1821 σκεφτόταν και μιλούσαν σαν Έλληνες (Δέσπω Τζαβέλλα)


Tην εποχή που οι τούρκοι πολιορκούσανε το Μεσολόγγι, οι Σουλιώτες είχανε βγάλει από μέσα τις οικογένειές τους και τις είχανε ασφαλίσει στον κάλαμο. Μαζί ήτανε και οι οικογένειες των Τζαβελλαίων με αρχηγό τη Δέσπω Τζαβέλλα.

Το Μ. Σάββατο έφτασε στον Κάλαμο το τρομερό μαντάτο. Σε κάποια μάχη που γίνηκε στο Μεσολόγγι σκοτώθηκαν και τα δυο παιδιά της Δέσπως, ο Κίτσος και ο Ζυγούρης.

Οι άλλες γυναίκες μόλις έμαθαν την είδηση , άρχισαν τους θρήνους και τα μοιρολόγια. Σε μια στιγμή όμως βλέπουν έκπληκτες την ηρωική μητέρα να σηκώνεται και να τους λέει επιτακτικά:

«Πάψτε μωρές τα κλάματα. Τα παιδιά μου πήγανε συνοδεία στο Χριστό , που θα τα πάει στον Παράδεισο, γιατί πέσαμε για την Πατρίδα! Σηκωθείτε να βάψουμε τα αυγά μη μας οργιστεί ο Θεός.»

Κι η ηρωική μητέρα άρχισε να ετοιμάζει τις βαφές και τα τσουκάλια. Οι άλλες Σουλιώτισσες σηκώθηκαν ντροπιασμένες και άρχισαν να την βοηθούν.

Αλλά καθώς οι γυναίκες ήτανε απασχολημένες με τη βαφή των αυγών, φτάνει κάποιος μαντατοφόρος από το Μεσολόγγι. Στάθηκε μια στιγμή, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και γυρίζοντας στη Δέσπω:

«Δεν είναι τίποτε καπετάνισσα, φώναξε. Τα παιδιά είναι καλά με τη δύναμη του Θεού. Μονάχα ο Ζυγούρης λαβώθηκε στο χέρι.

Μα δεν είναι τίποτα σοβαρό» Οι γυναίκες τριγύρισαν χαρούμενες τη Δέσπω. Κι εκείνη, σοβαρή, γονάτισε μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς, σήκωσε τα χέρια της και ακούστηκε να ψιθυρίζει:

-Σ’ ευχαριστώ, Παρθένα μου, που τους γλίτωσες κι αυτή τη φορά… Μα εγώ πάντα ξεγραμμένους τους έχω.


 

«Αυτή η παράδοση είναι το θησαυροφυλάκιο που κλείνει μέσα του και φυλάγει στον αιώνα την αθάνατη ψυχή μας…»


Όπως κάθε άνθρωπος έχει το δικό του χαρακτήρα, έτσι και κάθε έθνος έχει κι αυτό το δικό του χαρακτήρα. Τον πιο ζωηρό χαρακτήρα και τον πιο ιδιόρρυθμο τον έχει η πατρίδα μας, η Ελλάδα.

Αυτή η Ελλάδα έχει μέσα της κάποια δύναμη δραστική, που δεν την έχει κανένα έθνος.

Κι αυτή η δύναμη της είναι δύναμη πνευματική. Δεν είναι μονάχα η εξυπνάδα, αλλά είναι προπάντων η φλόγα της καρδιάς και κάποια ιδιαίτερη σεμνή καρτερία της ψυχής, που δε βρίσκεται σε κανένα λαό.

Πολλά έθνη έχουν μεγάλη ιστορία. Μα όποιος διαβάζει την ιστορία της Ελλάδας νομίζει πως τον τραβά μια ανεξήγητη δύναμη, γλυκιά και ποιητική, σαν ένας μαγνήτης που δεν ξέρει που είναι κρυμμένος.

Απορεί, διαβάζοντας πολέμους και σκληρά βάσανα, πού βρίσκεται αυτή η μυστηριώδης πηγή απ’ όπου αναβρύζει τόση ποίηση που τον μαγεύει και τον κάνει να την αγαπήσει. Αυτό το μυστήριο μάγεψε τον κόσμο όλο και ιόν έκανε να παραμιλά για την Ελλάδα.

Και το πιο μικρό επεισόδιο της ιστορίας μας, το πιο τιποτένιο περιστατικό, ένας απλός λόγος που είπε ο Μιλτιάδης, ή ο Επαμεινώνδας, ένα ρητό που είπε ο χρηστός Φωκίωνας, μία χειρονομία που έκανε ο Αγησίλαος, μια απλή προσευχή που είπε ο Παλαιολόγος, παίρνουν τέτοια σημασία στις ψυχές όλων των ανθρώπων, που ζούνε σ’ όλη τη ζωή τους μ’ αυτά, σαν τα παιδιά που θυμούνται έως τα γηρατειά τους κάποια παραμύθια που γλυκάνανε τη φαντασία τους.

Τι είναι λοιπόν τούτη η μαγική ουσία που έχει μέσα της αυτή η Ελλάδα και κάνει  τον κόσμο να νιώθει σαν δική του ιστορία την ιστορία της;

Είναι αυτό το άπιαστο πνεύμα που έχουμε μέσα μας όλοι οι Έλληνες, αυτό που έχετε κι εσείς, και που μπαίνει σε κάθε πράξη σας, σε κάθε σκέψη σας, σε κάθε αίσθημα σας, φυσικά κι αβίαστα, απροσπάθητα, χωρίς καν να το καταλάβετε. Αυτό το ήθος, αυτή η φυσική ουσία που μας δώρισε ο θεός, είναι στολισμένη με κάποιες μυστηριώδεις χάρες, που αγιάζουνε τον πόνο, ημερεύουνε το θάνατο, νοστιμεύουνε το καθετί που δημιουργούμε, μ’ ένα λόγο «κάνουμε την έρημο ν’ ανθίσει» κατά το λόγο του προφήτη Ησαΐα. Κι αυτά όλα μεταδίδονται από γενιά σε γενιά μέσ’ από το αίμα, μα πιο πολύ με κάποια ιερή και καταπληκτική λειτουργία που λέγεται Ελληνική παράδοση.

Αυτή η παράδοση είναι το θησαυροφυλάκιο που κλείνει μέσα του και φυλάγει στον αιώνα την αθάνατη ψυχή μας, την αθάνατη καρδιά μας.

Μ’ αυτή ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε. Αυτή έκανε τον τυφλό τον Όμηρο να δείξει στους ανθρώπους που είχανε μάτια τη μυστική ομορφιά του κόσμου, αυτή έκανε τον Αισχύλο να πετά απάνω από τη γη σαν αετός χρυσοφτέρουγος, αυτή έκανε τον Μεγαλέξανδρο να ‘χει τον Όμηρο κάτω από το προσκέφαλο του και να ζήσει μια ζωή τριάντα μονάχα χρονών σαν ένα εξαίσιο παραμύθι που βάσταξε αιώνες, αυτή έκανε τον Πολύκλειτο και τον Φειδία και τον Λύσιππο να μεταμορφώσουν σε ανθρώπους τα λιθάρια της Ελλάδας, αυτή έκανε τον Θουκυδίδη να κλαίγει από χαρά ακούγοντας τον Ηρόδοτο να διαβάζει την ιστορία του, αυτή έκανε τον Κολοκοτρώνη να φορά την περικεφαλαία σαν αρχαίος Έλληνας και να πολεμά χαμογελώντας, αυτή έκανε τον Ρήγα να βγάζει φωτιά από το στήθος σαν τον αρχαίο Πίνδαρο, αυτή έκανε τον Νικηταρά, τον Διάκο, τον Ανδρούτσο, τον Τζαβέλλα, τον Ησαΐα Σαλώνων να κλαίνε απάνω στα αρχαία λιθάρια, και να ποθούνε να πεθάνουνε αντρειωμένα πολεμώντας για το βασανισμένο και το ατίμητο χώμα που κληρονομήσανε.

Και δεν έφτασε πως η Ελλάδα τιμήθηκε με την ανθρώπινη δόξα και στάθηκε η χαρά και η ελπίδα της οικουμένης, αλλά σαν ήρθε ο Χριστός στον κόσμο τιμήθηκε και με θεϊκή δόξα, γιατί αυτή την αγαπημένη θυγατέρα Του διάλεξε ο θεός για να της παραδώσει το Ευαγγέλιο του και να της παραγγείλει να το κηρύξει σ’ όλο τον κόσμο με τη δική της τη γλυκύτατη γλώσσα, που την άπλωσε ο Μεγαλέξανδρος κατά θεϊκή οικονομία, μέχρι την Ινδία και τη Βακτριανή.

Το Βυζάντιο στάθηκε το χρυσό παλάτι απ’ όπου βγήκε η νέα λάμψη του Ελληνισμού.

Ο σκοτεινιασμένος και ξεραμένος κόσμος, πάλι ξανάνθισε σαν περιβόλι μοσχοβολημένο, κι ο σπόρος ήταν ο ένας κι ακατάλυτος σπόρος της ζωής, ο Ελληνικός.

Αυτό έκανε το μεγάλο ποιητή της Ιταλίας Λεοπάρδη να πει κατάπληκτος, γράφοντας για το βυζαντινό φιλόσοφο Πλήθωνα:

«Ακατάλυτη και τρομερή δύναμη Ελλάδα! Χωρίς το δικό σου πνεύμα, τίποτα δε γίνεται στον κόσμο. Όλα τα γονιμοποιείς εσύ. Για μια στιγμή φαίνεται πως πεθαίνεις, κι άξαφνα παρουσιάζεσαι πάλι ολοζώντανη και δροσερή εκεί που δε σε περίμενε κανείς!»

Φώτης Κόντογλου


 

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

Αθανάσιος Διάκος: Ο μοναχός που έγινε ήρωας και μάρτυρας


Ο Αθανάσιος Διάκος είναι από εκείνες τις μορφές που έγιναν τραγούδι και δεν θα πάψει να συγκινεί τους Ελληνες όσα χρόνια και αν περάσουν, λόγω του μαρτυρικού του θανάτου.

Γεννήθηκε το 1788 στην Aνω Μουσουνίτσα της Φωκίδας, χωριό το οποίο σήμερα φέρει το όνομά του. Υπάρχουν όμως και αυτοί οι οποίοι υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε στη γειτονική προς τη Μουσουνίτσα Αρτοτίνα, απ’ όπου καταγόταν η μητέρα του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός.

Ο πατέρας του, Νικόλαος Γραμματικός, ήταν γνωστός στην περιοχή με το παρατσούκλι «ψυχογιός». Οταν ο Αθανάσιος έγινε 12 χρόνων η οικογένειά του τον έστειλε δόκιμο μοναχό στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου. Πέντε χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος.

Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι του Προδρόμου στην Αρτοτίνα με τα στρατεύματά του και εντυπωσιάστηκε απ’ την εμφάνιση του νεαρού μοναχού. Ο Διάκος προσεβλήθη απ’ τα λεγόμενα του Τούρκου (και την μετέπειτα πρόταση) και μετά από καβγά τον σκότωσε. Ετσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει κλέφτης. Κατά μία άλλη εκδοχή, σε έναν γάμο στην Αρτοτίνα, όπου γλεντούσαν και πυροβολούσαν όπως συνηθιζόταν, είχε πάρει μέρος και ο Διάκος. Μία αδέσποτη σφαίρα βρήκε και σκότωσε τον γιο της Κοντογιάννενας, που ήταν από μεγάλο σόι της Κοσταρίτσας (ενός γειτονικού χωριού της Αρτοτίνας). Ο φόνος καταλογίστηκε από όλους, Χριστιανούς και Τούρκους, στον Διάκο και ας μην ήταν καθόλου βέβαιο πως εκείνος, άθελά του, ήταν ο φονιάς. Αναγκάστηκε έτσι να κρυφτεί στα περίχωρα γιατί τον αναζητούσαν τα τουρκικά αποσπάσματα. Αργότερα τον Δεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι της Παναγίας, ο Διάκος κατέβηκε στο χωριό. Οι Τούρκοι που παραμόνευαν, τον συνέλαβαν μαζί με κάποιον Καφέτζο που κυνηγούσαν και τους οδήγησαν δεμένους στον Φεράτ-εφέντη, διοικητή του Λιδωρικίου, ο οποίος τους φυλάκισε. Ο Διάκος κατάφερε να αποδράσει μαζί με τον Καφέτζο και να φύγουν στα βουνά. Μαζί έφτασαν στο λημέρι του ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας, Τσαμ Καλόγερου.

Αρχικά κλέφτης υπό την εξουσία διαφόρων καπετάνιων της Ρούμελης, διακρίνεται σε διάφορες συγκρούσεις με τους Τούρκους. Ο Καπετάνιος Τσαμ Καλόγερος, σε μία συμπλοκή με τους Τούρκους, πληγώθηκε βαριά στο πόδι και θα έπεφτε στα χέρια τους αν ο Διάκος δεν έμενε να τον υπερασπιστεί. Με το σπαθί στο χέρι, τον σήκωσε και τον μετέφερε ως τη Γραμμένη Οξυά, μια ψηλή ράχη, δύο ώρες από την Αρτοτίνα. Εκεί έφτασαν και οι άλλοι Κλέφτες και μπροστά τους είπε ο Τσαμ Καλόγερος: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας».

Αργότερα οι Κλέφτες χωρίστηκαν σε μπουλούκια (μικρές ομάδες), κατατρεγμένοι από το κυνήγι των Τούρκων. Ενα μπουλούκι έγινε από τον Διάκο, τον Γούλα και τον Σκαλτσοδήμο. Εκείνο τον καιρό, έμαθε ο Διάκος ότι πέθαναν ο πατέρας του κι ένας από τους αδερφούς του, ο Απόστολος. Ο Διάκος είχε δύο αδερφούς, τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, που τον έλεγαν και Μασσαβέτα και δύο αδερφές, την Καλομοίρα και τη Σοφία. Ο πατέρας του με τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, είχαν προτιμήσει την τσοπάνικη ζωή και τότε ήταν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά. Ενα Τούρκικο απόσπασμα που έφτασε στην καλύβα τους, συνέλαβε πατέρα και γιο επειδή βοήθησαν και πρόσφεραν φαγητό σε κλέφτες και τους πήγαν δεμένους στον Πατρατσίκι (Υπάτη). Ο Κωνσταντίνος δεν βρισκόταν εκεί και έτσι γλύτωσε. Οι άλλοι δύο όμως βρήκαν τον θάνατο στη φυλακή την ίδια νύχτα. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Διάκος, ορκίστηκε να εκδικηθεί. Τουρκικό απόσπασμα δεν προλάβαινε να ξεμυτίσει και το αποδεκάτισε με τα παλληκάρια του. Από τότε άρχισαν να αναζητούν και το αρματολίκι της περιοχής. Ετσι μια μέρα οι κλέφτες, ορμώντας στα Μπαΐρια (θέση κοντά στην Αρτοτίνα), απήγαγαν την Κρουστάλλω, κόρη του Μπαμπαλή, κοτζαμπάση της Δωρίδας. Οι κλέφτες την πήγαν στην Καρυά, στο λημέρι τους. Ζήτησαν από τον Μπαμπαλή, αν θέλει το κορίτσι του, να πάει στο Λιδωρίκι και να ενεργήσει ώστε να τους δώσουν οι Τούρκοι το αρματολίκι. Και το πέτυχαν.

Εκείνη την περίοδο ο Αλή πασάς στα Γιάννενα, έκανε σχέδια εναντίον του Σουλτάνου και κάλεσε στην έδρα του όλους τους καπετάνιους, Αρβανίτες και Χριστιανούς. Ανάμεσά τους και τον Σκαλτσοδήμο (σαν αντιπρόσωπο των αρματολών του Λιδωρικίου). Εκείνος όμως έστειλε τον Διάκο στη θέση του. Ο Αθανάσιος Διάκος υπήρξε αρματολός για δύο χρόνια (1814-1816) στον στρατό του Αλή πασά τον ίδιο καιρό με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.

Οταν ο Ανδρούτσος έγινε καπετάνιος μίας μονάδας αρματολών στη Λιβαδειά, ο Διάκος ήταν για έναν χρόνο πρωτοπαλίκαρό του. Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος είχε φτιάξει τη δική του ομάδα κλεφτών και όπως πολλοί άλλοι καπετάνιοι κλεφτών και αρματολών γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρείας.

Λίγες μέρες μετά το ξέσπασμα της επανάστασης ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λιβαδειά με σκοπό την κατάληψή της. Την 1η Απριλίου του 1821, μετά από τρείς ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, το κάψιμο του σπιτιού του Μερ Αγά και την κατάληψη του κάστρου, η πόλη έπεσε στους Ελληνες. Η Λιβαδειά, ελεύθερη πλέον, σήκωσε την ελληνική σημαία στις 4 Απριλίου στο κάστρο και τη θέση Ωρα. Ο Χουρσίτ πασάς, εντεταλμένος από τον Σουλτάνο, έστειλε δύο από τους ικανότερους διοικητές του απ’ τη Θεσσαλία, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ-Μεχμέτ πασά, επικεφαλής 8.000 πεζών και 900 ιππέων Τούρκων με διαταγή να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη και μετά να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο και να σταματήσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο Χουρσίτ στηριζόταν στις ικανότητες του Ομέρ Βρυώνη. Ο Βρυώνης, αλβανικής καταγωγής και πασάς του Βερατίου, ήταν ικανότατος στρατηγός και γνώριζε πολύ καλά τα εδάφη και τους Ελληνες οπλαρχηγούς, τους περισσότερους εκ των οποίων είχε γνωρίσει στην αυλή του Αλή πασά. Μαζί τους ήταν και οι Αρβανίτες αρχηγοί Τελεχά-μπέης, Χασάν Τομαρίτσας και Μεχμέτ Τσαπάρας.

Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με τη λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες. Η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας και ο Διάκος τη γέφυρα της Αλαμάνας.

Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους. Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στον Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στον Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε σοβαρά, ενώ βρήκαν ηρωικό θάνατο, μεταξύ των άλλων ανδρών και ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας με τον αδερφό του Παπαγιάννη. Εχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ’ τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο Διάκος επέλεξε να μείνει και να παλέψει μαζί με 48 συμπολεμιστές του σε μία απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν. “Εγώ θα μείνω” ήταν η απάντηση.

Ο σοβαρά πληγωμένος στον δεξί ώμο Διάκος συνελήφθη από πέντε Τσάμηδες. Οι συναγωνιστές του Καλύβας και Μπακογιάννης που όρμησαν να τον σώσουν σκοτώθηκαν κοντά στον αρχηγό τους. Ο Διάκος μεταφέρθηκε από τους Τούρκους στη Λαμία μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος τον γνώριζε από την κοινή θητεία τους παλιότερα στην αυλή του Αλή πασά, τον εκτιμούσε πολύ και προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό, αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας “Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω!». Ο Ομέρ πασάς έδειξε συμπάθεια προς τον Διάκο, αλλά κάποιος Χαλίλ μπέης από την πόλη ικέτευσε για την άμεση και παραδειγματική θανάτωσή του, επηρεάζοντας και τον Κιοσέ-Μεχμέτ που ιεραρχικά ήταν ανώτερος του Ομέρ Βρυώνη. Ετσι την επόμενη μέρα ανασκολοπίστηκε. Ο Διάκος αντιμετώπισε τον μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Σύμφωνα με την παράδοση λίγο πριν ξεψυχήσει είπε: “Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι”. Κατά τον Ιωάννη Φιλήμονα, ιστορικό του 19ου αι., ο Διάκος στράφηκε προς τους Αλβανούς και είπε “Δεν βρίσκεται από σας κανένα παλληκάρι να με σκοτώσει με πιστόλα και να με γλυτώσει από τους Χαλδούπιδες!”. Η φοβερή αυτή θανατική ποινή εκτελέστηκε στο Ζητούνι (Λαμία) στις 24 Απριλίου, την επομένη της μάχης στην Αλαμάνα. Μετά τον θάνατό του, οι Τούρκοι πέταξαν το λείψανό του σε κοντινό χαντάκι. Οι Χριστιανοί όμως βγήκαν κρυφά τη νύχτα και έθαψαν το σώμα του στον χώρο που αρχίζει σήμερα η οδός Ησαΐα. Ο χώρος της ταφής του είχε λησμονηθεί και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη, το 1881. Το 1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνό του και τοποθετήθηκε η σημερινή προτομή. Η επιτροπή εκδουλεύσεων, προηγουμένως, τον αναγνώρισε ως ανώτατο αξιωματικό πρώτης τάξης και επεδίκασε μηνιαία σύνταξη στην αδερφή του ως τον θάνατό της το 1873.


Η μνήμη του Α. Διάκου κινείται πλέον στα όρια του θρύλου και έγινε κτήμα του λαού παρά της ιστορίας. Ενέπνευσε πολλούς λαϊκούς και έντεχνους εικαστικούς καλλιτέχνες και συγγραφείς ακόμα και εκτός Ελλάδος. Συνήθη θέματα είναι η προσωπογραφία του, η μάχη της Αλαμάνας και κυρίως η σκηνή της σύλληψής του. Η πρώτη απεικόνισή του που σώζεται είναι από τον Ε. Δημίδη (Παρίσι, 1841), η οποία και καθόρισε τα μετέπειτα έργα. Προσωπογραφία του ζωγράφισε και ο επτανήσιος καλλιτέχνης Δ. Τσόκος το 1861 με παραγγελία της κυβέρνησης. Στις δύο αυτές προσωπογραφίες βασίστηκαν πολλές μεταγενέστερες απεικονίσεις (λιθογραφίες, ξυλογραφίες κ.ά.) που έγιναν τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Η μάχη της Αλαμάνας ζωγραφίστηκε από τον Δημ. Ζωγράφο σύμφωνα με οδηγίες του Ι. Μακρυγιάννη στα 1836-39. Στον πίνακα αυτό βασίστηκαν και έγχρωμες λιθογραφίες του Αλ. Ησαΐα που χαράχτηκαν στην Ιταλία το 1839. Ο Διάκος με ιερατική ενδυμασία εικονίζεται στον πίνακα του Peter Hess “Ο Διάκος οδηγεί τους Δερβενοχωρίτας εις την μάχην” (Εθν. Ιστ. Μουσείο) και στον πίνακα του Βρυζάκη “Η Ελλάς συνάγουσα τα τέκνα της” (1858, Εθν. Πινακοθήκη). Το 1860 εκδόθηκε στη Ζάκυνθο από τον Ζαμπέλιο η τραγωδία “Αθανάσιος Διάκος”. Στις αρχές του 20ου αιώνα στήθηκε ο μαρμάρινος ανδριάντας του στη Λαμία, έργο του γλύπτη Ιωάννη Καρακατσάνη, και αργότερα προτομές του στην Αθήνα και τη Μουσουνίτσα (Αθ. Διάκος). Ζωγραφικές παραστάσεις του έγιναν από τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ, τον Παρθένη, τον Φώτη Κόντογλου και τον Μποστ. Ο Κόντογλου το 1943 έκανε μία πρωτότυπη απόδοση του ήρωα με μορφή που θυμίζει βυζαντινό Χριστό ή Ιωάννη Πρόδρομο και κίνηση αρχαγγέλου, ως διαχρονικού εκφραστή των ιδεών “θρησκεία – ελευθερία – πατρίδα”. Η τοιχογραφία αυτή βρίσκεται στο Δημαρχείο Αθηνών. Σαν λαϊκός ήρωας εμφανίζεται και στο θέατρο σκιών (“Καραγκιόζη”) και αρκετοί καραγκιοζοπαίχτες φιλοτέχνησαν φιγούρες του, όπως ο Σπ. Κούζαρος (1944, 1950), ο Βασίλαρος (Βασ. Ανδρικόπουλος) και ο Ευγένιος Σπαθάρης (υδατογραφία, 1972). Στον μεσοπόλεμο φιλοτεχνήθηκαν συνθέσεις από χαράκτες όπως ο Σωτ. Χρηστίδης, ο Νείρος κ.ά. Κατά την κατοχή, σύμφωνα με πληροφορίες του χαράκτη Τάσου, το Υπ. Παιδείας κάλεσε γνωστούς χαράκτες της εποχής να παράγουν εικόνες των ηρώων του ’21 για τη διακόσμηση των σχολείων. Μεταξύ αυτών που απεικονίστηκαν ήταν και ο Διάκος, μια παράδοση που συνεχίστηκε στη διακόσμηση των σχολείων και μετέπειτα. Το 1945 δημοσιεύτηκε και η ξυλογραφία της Λουκίας Μαγγιώρου στο τεύχος “Πρωτομαγιά, Θυσιαστήριο της λευτεριάς” (εκδ. “Ο Ρήγας”). Σε διάφορα λαϊκά έργα ο Διάκος εμφανίζεται μαζί με φανταστικές ηρωίδες όπως η “Ελένη” (Θεόφιλος) ή μαζί με άλλους γνωστούς ήρωες του ’21. Ο Κ. Παρθένης ζωγράφισε δύο συμβολικές συνθέσεις με θέμα την Αποθέωση του Αθ. Διάκου, το 1931 και το 1944-46. Επίσης εικονίζεται σε μετάλλια, γραμματόσημα, νομίσματα, όπλα και λαϊκά σκεύη.

Η λαϊκή μούσα μέσα από τη δημοτική μας ποίηση, αλλά και διαπρεπείς ποιητές όπως ο Ιωάννης Ζαμπέλιος, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο Κωστής Παλαμάς κ.ά., εμπνεύστηκαν από την ηρωική και συνάμα μαρτυρική μορφή του “Αγωνιστή της Λευτεριάς”. Το 2015, ο ποιητής Δημήτρης Μπρούχος εμπνεύστηκε, έγραψε και εξέδωσε το έργο: “Αθανάσιος Διάκος – Αδούλωτος σταυραετός, Ηρωικό ορατόριο”.


Ο θρύλος του καταγράφηκε και σε δημοτικά τραγούδια όπως αυτό::

“Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε.
Ανδρεία, ωσάν Ελληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε”.
Εκείνοι εφοβήθησαν κι εσκόρπισαν στους λόγγους.
Εμειν’ ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες,
τρείς ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες,
σχίστηκε το τουφέκι του κι εγίνηκε κομμάτια
και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά εμβήκεν.
Εκοψε Τούρκους άπειρους, κι εφτά Μπουλουκμπασήδες*,
Πλην το σπαδί του έσπασεν απάν’ από τη χούφταν.
Κ’ έπεσ’ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:
– “Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστιν σου ν’ αλλάξεις;
Να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;”:
Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και με θυμόν του λέγει:
– “Πάτε κι εσείς κ’ η πίστις σας μουρτάτες να χαθείτε.
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ’ αποθάνω...
Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες*,
Μόνον πέντ’ έξι ημερών ζωήν να μου χαρίστε.
Οσον να φθάσ’ ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας”.
Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλήλμπεης με δάκρυα φωνάζει:
– “Χίλια πουγγιά σας δίνω ’γω, κι ακόμα πεντακόσια,
τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη,
ότι θα σβήση την Τουρκιά κι όλο το Δοβλέτι”.
Τον Διάκο τότε πήρανε και στο σουβλί τον βάλαν.
Ολόρθο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε.
– “Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζ’ η γη χορτάρι”.
Την πίστιν τους, τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
– “Εμέν’ αν εσουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη,
Ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι ο καπετάν Νικήτας.
Αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι όλο σας το Δοβλέτι”.
(*) Μπουλουκμπασήδες: Ομαδάρχες στρατολογημένων, διοικητές μπουλουκιών
Μαχμουτιέδες: χρυσά νομίσματα επί Σουλτάνου Μαχμούτ Α΄
Χαλήλμπεης, ή Χαλίλ Μπέης: Τούρκος έμπορος της Λαμίας
Δοβλέτι ή Ντοβλέτι: Κράτος, κυβέρνηση (εκ της αραβικής)
Καπετάν Νικήτας: Ο Νικηταράς· εκ του στίχου αυτού μάλιστα, διαφαίνεται ότι το τραγούδι συντάχθηκε τουλάχιστον μετά από δύο μήνες, όπου πράγματι ο Νικηταράς πέρασε ηγούμενος των Πελοποννησίων στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα.


 

Η μεγάλη προσφορά της Εκκλησίας στον αγώνα του 1821!


Η Εκκλησία αυτή την περίοδο βρέθηκε στο επίκεντρο λόγω του κορωνοϊού.Για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες Πολιτεία και Σύνοδος αποφάσισαν να περιορίσουν τις Λειτουργίες και να απαγορεύσουν στους πιστούς να τις παρακολουθούν.

Ολο αυτό το διάστημα πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι τα έβαλαν με την Εκκλησία, τη Θεία Κοινωνία αλλά και τους πιστούς, γιατί δεν τηρούσαν τα μέτρα προστασίας αγνοώντας τον πνευματικό ρόλο του κλήρου και διαγράφοντας την προσφορά του στη στήριξη του Εθνους.

Η επέτειος της παλιγγενεσίας που όλοι τιμάμε στις 25 Μαρτίου, βρίσκει την Εκκλησία να δοκιμάζεται και να αναλαμβάνει την ευθύνη που της αναλογεί.

Και το 1821 η Εκκλησία είχε αναλάβει ευθύνες και πρωτοβουλίες, ξεφεύγοντας πολλές φορές από τον πνευματικό της ρόλο. Είχε όμως αναλάβει τον ρόλο του ηγέτη σε έναν χειμαζόμενο λαό, με τον σταυρό και το όπλο στο χέρι πληρώνοντας με ποταμούς αίματος τη συμμετοχή της στον αγώνα.

Και τότε πολλοί αμφισβήτησαν τον ρόλο της αλλά ήρθαν οι ίδιοι οι αγωνιστές και απέδωσαν με απλό και καθαρό τρόπο την πραγματικότητα.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν από τους πρώτους που στήριξε την ορθοδοξία εμπνέοντας τα παλληκάρια του πριν από κάθε μάχη. “Eίναι θέλημα Θεού. Είναι κοντά μας και βοηθάει γιατί πολεμάμε για την πίστη μας, για την πατρίδα μας, για τους γέρους γονιούς, για τα αδύνατα παιδιά μας, για τη ζωή μας, τη λευτεριά μας... Και όταν ο δίκαιος Θεός μάς βοηθάει, ποιος εχθρός ημπορεί να μας κάνει καλά;...”, αναφέρει στα απομνημονεύματά του.

Yπέρ της πίστεως καλεί τους Ελληνες να αγωνιστούν και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης: «Μάχου υπέρ πίστεως και Πατρίδος... Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, διά να υψώσωμεν το σημείον δι’ ου πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν...».

Οι νεαροί Ιερολοχίτες ορκίζονταν να νικήσουν τους εχθρούς της θρησκείας: «... Ως Χριστιανός ορθόδοξος και υιός της ημετέρας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ορκίζομαι... να διαμείνω πιστός εις την Θρησκείαν μου και εις την Πατρίδα μου. Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέρα ρανίδα του αίματός μου υπέρ της Θρησκείας και της Πατρίδος μου. Να χύσω το αίμα μου, ίνα νικήσω τους εχθρούς της Θρησκείας μου ή να αποθάνω ως Μάρτυς διά τον Ιησούν Χριστόν...».

Ο Παπαφλέσσας

Ο Παπαφλέσσας και ως άνθρωπος της Εκκλησίας, πριν ξεσπάσει η επανάσταση, προέβαλε ως χρέος όλων τον αγώνα για τον Θεό και την πατρίδα.

«... Ελληνες ποτέ μην ξεχνάτε το χρέος σε Θεό και σε Πατρίδα! Σ’ αυτά τα δύο σας εξορκίζω, ή να νικήσουμε ή να πεθάνουμε κάτω από τη Σημαία του Χριστού».

Ο Γιάννης Μακρυγιάννης, ο θρυλικός στρατηγός του 1821 πάντα επικαλούνταν τη βοήθεια του Θεού να πείσει τους αγωνιστές του να μάχονται με αυταπάρνηση: «Οταν σηκώσαμεν την σημαίαν εναντίον της τυραγνίας ξέραμεν ότι είναι πολλοί αυτείνοι και μαχητικοί κι έχουν και κανόνια κι όλα τα μέσα. Εμείς σε ούλα είμαστε αδύνατοι. Ομως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατους, κι αν πεθάνωμεν πεθαίνομεν διά την Πατρίδα μας, διά την Θρησκείαν μας και πολεμούμεν όσο μπορούμε εναντίον της τυραγνίας κι ο Θεός βοηθός...».

Ο δε Παλαιών Πατρών Γερμανός έγραφε στα απομνημονεύματά του:

Ο Αδαμάντιος Κοραής προκειμένου να εμπνεύσει τους Ελληνες, στήριξε το κήρυγμά του υπέρ της Επανάστασης στο Ευαγγέλιο: «Μόνον του Ευαγγελίου η διδαχή εμπορεί να σώση την αυτονομίαν του Γένους, όταν μάλιστα κηρύττεται από ποιμένας φίλους της αληθείας και της δικαιοσύνης...

... Μόνη η δικαιοσύνη φέρει την ελευθερίαν, την δύναμιν και την ασφάλειαν. Οπλα χωρίς δικαιοσύνην, γίνονται όπλα ληστών, ζώντων εις καθημερινόν κίνδυνον να στερηθώσι την δύναμιν από άλλους ληστάς, ή και να κολασθώσιν ως λησταί από νόμιμον εξουσίαν. Η ανδρεία χωρίς την δικαιοσύνην είναι ευτελές προτέρημα· η δικαιοσύνη, αν εφυλάσσετο από όλους, ουδέ χρείαν όλως είχε της ανδρείας. Και αυτή του Θεού η παντοδυναμία ήθελ’ είσθε χωρίς όφελος διά τους ανθρώπους, αν δεν ήτον ενωμένη με την άπειρον δικαιοσύνην του...», έγραφε στον Οδυσσέα Ανδρούτσο.

Ο ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης αναφερόταν στον Θεό: «... Αχ, διά τους οικτιρμούς του Θεού, ο οποίος είναι όλος αγάπη, διά το όνομα της Πατρίδος, η οποία είναι όλη αρετή, ας καθαρίσωμεν την ψυχήν μας, και εις αυτήν την ώραν του κινδύνου, από τον ρύπον της διχονοίας, ας θάψωμεν εις τον τάφον της λησμονησίας τα άγρια και ανόητα πάθη μας, ας πλύνωμεν τας μεμολυσμένας καρδίας εις το ιερόν λουτρόν της αγάπης, ο πατριωτισμός ας λαμπρύνη εις το εξής τον θολωμένον νουν μας, η ειλικρίνεια ας βασιλεύση εις την καρδίαν μας, η αγάπη και η σύμπνοια ας προπορεύωνται, ως νεφέλη πυρός, όλων των βουλών μας και όλων των έργων μας».

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Ανθιμος Γαζής:

«…Η ημέρα εκείνη, την οποίαν επιθυμούσαν οι πατέρες μας να την ιδούν, έφθασε και ο Νυμφίος έρχεται... Εφθασεν ο καιρός διά να λάμψη πάλιν ο Σταυρός

και να λάβη πάλιν η Ελλάς, η δυστυχής Πατρίς μας, την ελευθερίαν της...».

«Ο,τι και αν εκάμαμεν, είτε εγώ, είτε οι συνάδελφοί μου, είτε ως εταίροι, είτε ως αγωνισταί, ήτο έμπνευσις και έργον της Θείας Προνοίας, και ουδέν ηθέλομεν πράξει άνευ της εμπνεύσεως ταύτης».

Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος Καποδίστριας, σε κάθε ευκαιρία έλεγε: «Ο Θεός είναι μετά της Ελλάδος και υπέρ της Ελλάδος και αύτη σωθήσεται. Επί ταύτης της πεποιθήσεως αντλώ πάσας μου τας δυνάμεις και πάντας τους πόρους».

“Το θρησκευτικόν αίσθημα”

Και ενώ η ορθόδοξη πίστη γίνεται σημείο αναφοράς για όλους, ιστορικοί αλλά και αγωνιστές αναδεικνύουν τον ρόλο της Εκκλησίας τα χρόνια της σκλαβιάς.

«Κυριωτέρα αιτία του μεγάλου τούτου ενθουσιασμού φρονούμεν ότι ήτο το θρησκευτικόν αίσθημα. Ο λαός δεν εγνώριζε την ελευθερίαν, επομένως δεν ηδύνατο να έχη ειμή μόνον υλικάς ιδέας περί αυτής, δηλαδή ότι έμελλε ν’ απαλλαγή των καταπιέσεων και της αυθαιρεσίας των αρχόντων του, των υπερόγκων φόρων και άλλων τοιούτων καταδυναστεύσεων· όλα δε ταύτα, ή μέρος τουλάχιστον, ηδύνατο να τ’ απολαύση και άνευ επαναστάσεως, ως και απήλαυσαν τινά μέρη εξαιρετικά τινά προνόμια. Αλλά το θρησκευτικόν αίσθημα έκαμνε μεγάλην εντύπωσιν εις αυτόν. Εθεώρει εν μέλλον λαμπρόν, καθ’ ο ηδύνατο όχι μόνον να μην εκβιάζηται εις την άρνησιν της πίστεως αυτού, αλλά να κάμνη όλας τας ιεροτελεστίας του μ’ όλην την εξωτερικήν πομπήν, να κατασκευάζη ελευθέρως τους ναούς του και τούτους με λαμπρότητα και πολυτέλειαν, να υψώση τα κωδωνοστάσια, από τα οποία θέλει αντηχεί ο ποικίλος κρότος των κωδώνων κατά τας επισήμους εκκλησιαστικάς εορτάς και να στήση τον σταυρόν επί των εκκλησιών όπως είναι το ημισέληνον επί των μιναρέδων. Ολα δε ταύτα ήτον αδύνατον άλλως να κατορθωθώσιν, ειμή δι’ επαναστάσεως και καταστροφής όχι της Οθωμανικής εξουσίας, αλλά των Οθωμανών εν γένει.

Από τοιαύτας ιδέας εκολακεύετο ο λαός της Ελλάδος, εμψυχούτο δε από ελπίδας επιτυχίας, καθ’ όσον ο αγών έμελλε να είναι περί της πίστεως και η θεία αντίληψις έμελλε βεβαίως να βραβεύση τους υπέρ αυτής αγώνας του· ώστε η επανάστασις κατά πρώτον λόγoν πρέπει να θεωρηθή θρησκευτική και κατά δεύτερον πολιτική. Τοιαύτη λοιπόν εργασία εθεωρήθη ως σταυροφορία κατά των απίστων, και διά τούτο πρώτος ο κλήρος ύψωσε την σημαίαν της επαναστάσεως και ευλόγησε τα πρώτα κινήματα του λαού.

Αλλ’ όσον μέγας και αν ήτον ο ενθουσιασμός, όσον σταθερά η απόφασις, τα μεγάλα εμπόδια τα οποία έμελλον αφεύκτως ν’ απαντηθώσιν, ήτoν αδύνατον να μην κουράσωσι τον λαόν της Ελλάδος. Αφ’ ετέρου δε μία ήμερος και συγκαταβατική πολιτική, επερχομένη μετά τας πρώτας δοκιμασίας και αποτυχίας, ήθελε βεβαίως παρασύρει μέγα μέρος του λαού εις την ησυχίαν και την υποταγήν· αλλ’ ευτυχώς η Οθωμανική πoλιτική υπήρξεν όλως αντίθετος εις τα ίδια αυτής συμφέροντα. Ο θάνατος του Πατριάρχου και άλλων επισήμων κληρικών, εκτελεσθείς κατά την ημέραν του Πάσχα, προς εκφόβισιν ίσως, εθεωρήθη ως θρησκευτική περιφρόνησις· αι φυλακίσεις, oι φόνοι και αι αιχμαλωσίαι, γενόμεναι άνευ διακρίσεως, ενοχής ή αθωότητος και με τρόπον απηνή και απάνθρωπον, ενέπνευσαν τοσούτον τρόμον εις τους Ελληνας, ώστε εθεώρησαν ότι ουδέν μέσον συμβιβασμού έμενε», αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Δημήτρης Αινιάν.

Ειδική αναφορά κάνουν στον επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ και την προσφορά του οι καπεταναίοι του Μεσολογγίου:

«Απαντες οι το πολιορκούμενον Μεσολόγγιον αγρύπνως διαφυλάξαντες στρατηγοί, αντιστράτηγοι και χιλίαρχοι, οι υπογεγραμμένοι, αποδεικνύομεν διά του παρόντος ότι ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, ως εξ ακοής βεβαίως εμάθομεν μερικοί, και μερικοί είδομεν την Θεοφιλίαν του με τα ομμάτιά μας, εστάθη εις αυτήν την πόλιν και εις την πρώτην πολιορκίαν, την επί του Ομέρ-πασά και Κιουταχή, και εις μεν την δευτέραν του Σκόνδα-πασά, γενναίος και ακαταπτόητος, συγκινδυνεύσας τοις πολεμικοίς και συναγωνισθείς τοις πολιτικοίς και αόκνως καθ’ ημέραν δεήσεις, παρακλήσεις και λιτανείας εκτελών προς Θεόν, υπέρ ελευθερώσεως της Ελλάδος αμισθί. Ωσαύτως δε και εις την παρούσαν, φρικωδεστάτην πολιορκίαν του Κιουταχή, εστάθη γενναίος και ακαταπτόητος, καθ’ ημέραν περιερχόμενος εις τους προμαχώνας του φρουρίου τούτου και κατά νύκτα, ενθαρρύνων με την Θείαν ελπίδα άπαν το στρατόπεδον και με την δύναμιν του Tιμίoυ Σταυρού παρακλήσεις τε και λιτανείας ποιών εν πάσαις ταις εκκλησίαις ακαταπαύστους, επισκεπτόμενος και παρηγορών τους πληγωμένους αόκνως και επιμελώς και κηδεύων τους θανατωθέντας σχεδόν άπαντας με πόνον και συμπάθειαν ψυχικήν του, χωρίς να αποβλέψη εις χρηματικήν απόλαυσιν και χωρίς να απολαμβάνη εκ της ενταύθα τοπικής Διοικήσεως μηνιαίον μισθόν ή τροφήν. Εις ένδειξιν λοιπόν των πιστών εκδουλεύσεών του και του μεγάλου προς την Ελλάδα πατριωτισμού του, δεδώκαμεν το παρόν αποδεικτικόν προς την Θεοφιλίαν του».

Ο ίδιος ο Μακρυγιάννης, όταν ο Οθωνας αποφάσισε να κλείσει πολλές μονές, ξεσπάθωσε: «... και βρίζουν, οι πουλημένοι εις τους ξένους, και τους παπάδες μας, οπού τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους. Εμείς τους παπάδες τούς είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Οχι μόνον διά να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας ωσάν λεοντάρια. Ντροπή, Ελληνες!».

Ο Φιλικός Εμμανουήλ Ξάνθος αποδίδει στους κληρικούς την επανάσταση: «Την επανάστασιν εκίνησαν και ενεψύχωσαν οι κληρικοί... άνευ των οποίων ο λαός δεν ήθελε κινηθή...». Αλλωστε σύμφωνα με ξένους παρατηρητές οι Τούρκοι συνελάμβαναν ιερείς. Σύμφωνα με τον Ντομένικο Οριγκόνο, πρόξενο Ολλανδίας, «οι Τούρκοι στην Αθήνα κάνουν τα πάντα για να συλλάβουν παπάδες, γιατί όπως διαδίδεται, οι παπάδες είναι αρχηγοί των επαναστατών».

Για τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ , παρά τα όσα είχαν ακουστεί, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έγραφε: «Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος υπό της Πόρτας (Υψηλή Πύλη), σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρήτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου».

Ο ρόλος των κληρικών

Για τον ρόλο των κληρικών στην επανάσταση στην Πελοπόννησο, ο Τούρκος ιστορικός Μώραλη Μελίκ Μπέη γράφει:

«Τον λαόν (της Πελοποννήσου) υπεκίνησαν οι έχοντες συμφέροντα και σχέσεις μετά τούτων, οι έμποροι, οι πρόκριτοι και κυρίως οι Μητροπολίται και γενικώς οι ανήκοντες εις τον Κλήρον, δηλαδή οι πραγματικοί ηγέται του Εθνους». Μώραλη Μελίκ Μπέη, Τούρκος ιστορικός.

Οι κληρικοί είχαν πολλαπλό ρόλο κατά την Τουρκοκρατία, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Φωτάκος:

«Μόνοι των οι Ελληνες εφρόντιζαν διά την παιδείαν, η οποία εσυνίστατο εις το να μανθάνουν τα κοινά γράμματα και ολίγην αριθμητικήν, ακανόνιστον. Εν ελλείψει δε διδασκάλου, ο ιερεύς εφρόντιζε περί τούτου. Ολα αυτά εγίνοντο εν τω σκότει και προφυλακτά από τους Τούρκους.

Ενας ακόμη ιστορικός της επανάστασης, ο Διονύσιος Κόκκινος, αναφέρει: «Ο παπάς κάτω από τα ράκη του ράσου του κρατεί το ψαλτήρι και πηγαίνει να μάθη τα παιδιά που τον περιμένουν, να διαβάζουν. Ομιλεί ακόμη εις τα παιδιά και διά τους μεγάλους ανθρώπους που εδόξασαν άλλοτε αυτόν τον τόπον. Διδάσκει την ολίγην ιστορίαν που γνωρίζει και αυτός. Το Κρυφό Σχολειό δεν είναι θρύλος. Το συνετήρησε παρά τας διώξεις, παρά την αξιοθρήνητον έλλειψιν παντός μέσου, παρά την φοβεράν πίεσιν τόσων αμέσων αναγκών που θα ήτο φυσικόν να οδηγήσουν προς τον εξισλαμισμόν, ο βαθύτατος πόθος του τυραννουμένου έθνους να υπάρξη».

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο σύγχρονος ιστορικός Νίκος Σβορώνος: «Οι αξιόλογες προσπάθειες της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την εκπαίδευση, η οποία στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της με μοναδικούς δασκάλους τους μοναχούς και τον κατώτερο κλήρο (στα σχολεία που λειτουργούσαν στις εκκλησίες και στα μοναστήρια), ως την κάποιαν ανώτερη παιδεία των διαφόρων Μητροπόλεων και της Πατριαρχικής Ακαδημίας, που ίδρυσε αμέσως μετά την Αλωση ο Γεννάδιος και αναδιοργάνωναν οι διάδοχοί του, οι αγώνες για τη διαφύλαξη της Χριστιανικής πίστης και την καθαρότητα της Ορθοδοξίας, τα μέτρα για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, αποτελούν θεμελιακή συμβολή για τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων».


 

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Εάν αποκαθηλώσουμε τους ήρωες τι μένει;


Παρακολουθώ με θλίψη τη συστηματική προσπάθεια ορισμένων διανοητών να αποκαθηλώσουν τους ήρωες του 1821, να παρουσιάσουν μόνο τις – υπαρκτές ή ανύπαρκτες – αρνητικές πλευρές τους, να αμφισβητήσουν τις αρχές και αξίες που καθοδηγούσαν τους πρωταγωνιστές της Εθνεγερσίας.Δικτάτορας ο Καποδίστριας, παραλήρημα έπαθε ο Μακρυγιάννης, ύποπτος ο Καραϊσκάκης, υπαίτιος και για τους δύο εμφυλίους ο Κολοκοτρώνης, και άλλα παρόμοια. Τι θέλουν να μας πουν; Ότι δεν έπρεπε να ελευθερωθούμε επειδή οι πρωταγωνιστές είχαν ανθρώπινες αδυναμίες; Ή μήπως ότι δεν πρέπει να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια; Και αν γκρεμίσουμε τους ήρωες μέσα στην ψυχή μας και στο μυαλό μας, με ποια πρότυπα θα τους αντικαταστήσουμε;

Η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε χάρις στην τόλμη των Φιλικών, την πίστη των Ελλήνων στον Θεό, την ακράδαντη πεποίθηση για τη διαχρονική συνέχεια του Ελληνισμού και χάρις στο αντιστασιακό πνεύμα του Έθνους. Ήταν παράτολμη η απόφαση και όσοι συμμετείχαν ριψοκινδύνευαν. Είχαν απέναντί τους έναν πολυπληθέστερο Οθωμανικό στρατό και μία Ιερά Συμμαχία (Ρώσων, Αυστριακών και Πρώσων με παρατηρητές τους Βρετανούς), η οποία καταδίκαζε κάθε εθνική επανάσταση.Κι όμως τα κατάφεραν. Παρά τα ελαττώματά τους, παρά τη διχόνοια και τους τοπικισμούς, αυτοί οι άνθρωποι ανάγκασαν την Ευρώπη και άλλες χώρες της Ανθρωπότητος να αναγνωρίσουν ότι πρόκειται για Επανάσταση με στόχο τη δημιουργία κράτους και όχι για απελπισμένη εξέγερση. Αυτοί οι κληρικοί και λαϊκοί, οι άνδρες και οι γυναίκες, οι γραμματιζούμενοι και οι αγράμματοι κατόρθωσαν το ακατόρθωτο. Μας ελευθέρωσαν. Για να ξαναειπωθεί Ελλάς αυτός ο τόπος, όπως γράφει και ο Μακρυγιάννης.

Δεν κάνουν άγιοι τις επαναστάσεις. Αλλά άνθρωποι με πάθη και αδυναμίες. Μα για αυτό είναι ακόμη πιο θαυμαστό το επίτευγμά τους. Διότι παρά τα αρνητικά στοιχεία του καθενός είχαν δύο ηθικά εφόδια που τους ένωναν και τους καθοδηγούσαν: Την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη και την αγανάκτησή τους για τη συνεχιζόμενη Τουρκοκρατία και υποδούλωση.Το Έθνος οφείλει πολλά σε αυτούς που προετοίμασαν το 1821, σε αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους, τη σωματική ακεραιότητά τους, την περιουσία τους για να απαλλαγούμε από ένα καταπιεστικό και τυραννικό ζυγό. Η αποκαθήλωση των ηρώων δεν είναι απλώς ένδειξη ασέβειας και αγνωμοσύνης, αλλά είναι και μία αδικία προς τους νέους μας. Αυτοί που αποδομούν αφήνουν τη νεολαία χωρίς πρότυπα. Δεν προτείνουν κάτι καλύτερο. Απλώς οδηγούν την κοινωνία στο μηδέν, στην απογοήτευση.Και σε τελευταία ανάλυση εκείνοι που αποκαθηλώνουν τους ήρωες του 1821 ποιους θαυμάζουν; Τη Γαλλική Επανάσταση; Σημαντικό κίνημα, αλλά είχε και τις κατάμαυρες σελίδες της, με την Τρομοκρατία, την αλληλοσφαγή, την αλληλοεξόντωση των πρωταγωνιστών. Ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος έζησε από κοντά τα γεγονότα, έγραψε στον Ολλανδό φίλο του Κεύνο ότι η Γαλλική Επανάσταση κατέληξε σε «ανθρωποφαγία». Αυτό το πρότυπο θεωρούν κάποιοι ότι είναι ανώτερο από την Έξοδο του Μεσολογγίου;

Μήπως τελικά δεν ενοχλούν οι ήρωες, αλλά τα πιστεύω τους; Μήπως ενοχλεί η Χριστιανική πίστη τους και η συνείδησή τους ότι συνεχίζουν τους αγώνες των Αρχαίων Ελλήνων και των Βυζαντινών; Όσοι ονειρεύονται μία Ελλάδα χωρίς ταυτότητα θα αποτύχουν. Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων θα συνεχίσει να θαυμάζει τον Κολοκοτρώνη, τον Κανάρη, τον Καποδίστρια!


Κωνσταντίνος Χολέβας, Πολιτικός Επιστήμων