Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ (ΕΡΜΗΝΕΙΑ). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ (ΕΡΜΗΝΕΙΑ). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Ευαγγελική περικοπή για την Κυριακή Προ της Χριστού Γεννήσεως, 19/12/2021 (ΕΡΜΗΝΕΙΑ)


Ματθ. α΄ 1-25

Κυριακή Προ της Χριστού Γεννήσεως
Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυῒδ, υἱοῦ Ἀβραάμ. Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, Ἰούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐσρώμ, Ἐσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀράμ, Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμιναδάβ, Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Σαλμών, Σαλμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ραχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὠβὴδ ἐκ τῆς Ρούθ, Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεσσαί, Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυῒδ τὸν βασιλέα. Δαυῒδ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐγέννησε τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, Σολομὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ροβοάμ, Ροβοὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀσά, Ἀσὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφὰτ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὀζίαν, Ὀζίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωάθαμ, Ἰωάθαμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἄχαζ, Ἄχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐζεκίαν, Ἐζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμών, Ἀμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσίαν, Ἰωσίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος.
Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος Ἰεχονίας ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ, Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιούδ, Ἀβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιακείμ, Ἐλιακεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀζώρ, Ἀζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀχείμ, Ἀχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιούδ, Ἐλιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλεάζαρ, Ἐλεάζαρ δὲ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός. Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραάμ ἕως Δαυῒδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυῒδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες. Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. Μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν. Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυῒδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου. Τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. Διεγερθεὶς δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν.

Απόδοση στη Νέα Ελληνική
Βίβλος Γενέσεως του Ιησού Χριστού, που είναι ο Υιός του Δαβίδ και Υιός του Αβραάμ.

Ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ· ο Ισαάκ εγέννησε τον Ιακώβ·
ο Ιακώβ εγέννησε τον Ιούδα και τους αδελφούς του
ο Ιούδας εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά με την Θάμαρ·
ο Φαρές εγέννησε τον Εσρώμ ο Εσρώμ εγέννησε τον Αράμ.
ο Αράμ εγέννησε τον Αμιναδάβ·
ο Αμιναδάμ εγέννησε τον Ναασσών·
ο Ναασσών εγέννησε τον Σαλμών·
ο Σαλμών εγέννησε τον Βοόζ με την Ραχάβ·
ο Βοόζ εγέννησε τον Ωβήδ με την Ρουθ·
ο Ωβήδ εγέννησε τον Ιεσσαί·
ο Ιεσσαί εγέννησε τον Δαβίδ τον βασιλέα,
ο βασιλιάς Δαβίδ εγέννησε τον Σολομώντα με την γυναίκα του Ούρια
ο Σολομών εγέννησε τον Ροβοάμ·
ο Ροβοάμ εγέννησε τον Αβιά·
ο Αβιά εγέννησε τον Ασά·
ο Ασά εγέννησε τον Ιωσαφάχ·
ο Ιωσαφάχ εγέννησε τον Ιωράμ·
ο Ιωράμ εγέννησε τον Οζία·
ο Οζίας εγέννησε τον Ιωάθαμ·
ο Ιωάθαμ εγέννησε τον ΄Άχαζ·
ο Άχαζ εγέννησε τον Εζεκία
ο Εζεκίας εγέννησε τον Μανασσή·
ο Μανασσής εγέννησε τον Αμών·
ο Αμών εγέννησε τον Ιωσία·
ο Ιωσίας εγέννησε τον Ιεχονία και τους αδελφούς του που επι των ήμερων τους έγινε η Βαβυλώνιος Αιχμαλωσία.
Μετά την Βαβυλώνιο Αιχμαλωσία,
ο Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ·
 ο Σαλαθιήλ εγέννησε τον Ζοροβάβελ·
ο Ζοροβάβελ εγέννησε τον Αβδιού·
ο Αβδιού εγέννησε τον Έλιακείμ·
ο Ελιακείμ εγέννησε τον Αζώρ·
ο Αζώρ εγέννησε τον Σαδώκ·
ο Σαδώκ εγέννησε τον Αχείμ·
ο Αχείμ εγέννησε τον Ελιούδ·
ο Ελιούδ εγέννησε τον Ελεάζαρ·
ο Ελεάζαρ εγέννησε τον Ματθάν
ο Μαιθάν εγέννησε τον Ιακώβ·
ο Ιακώβ εγέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα της Μαρίας· από αυτήν εγεννήθη ο Ιησούς, που συνήθως Τον ονομάζομε «ο Χριστός».
Οι γενεές από τον Αβραάμ μέχρι τον Δαβίδ είναι συνολικά δεκατέσσερες· και από τον Δαβίδ μέχρι την Βαβυλώνιο Αιχμαλωσία είναι πάλι γενεές δεκατέσσερες· και από την Βαβυλώνιο Αιχμαλωσία μέχρι τον Χριστό πάλι γενεές δεκατέσσερες.

Η δε γέννησις του Ιησού Χριστού έγινε κατά τον ακόλουθο υπερφυσικό τρόπο. ΄Οταν δηλαδή μνηστεύθηκε η μήτηρ αυτού Μαρία με τον Ιωσήφ, χωρίς να συνοικήσουν ως σύζυγοι, ευρέθηκε έγκυος από την δημιουργική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.  Ο δε Ιωσήφ, ο μνηστήρας αυτής, όταν αντελήφθη την εγκυμοσύνη αυτής, επήρε την απόφαση να διαλύσει τη μνηστεία. Επειδή όμως ήταν ενάρετος και εύσπλαγχνος, δεν θέλησε να την διαπομπεύσει δημοσίᾳ, αλλ' εσκέφτηκε να την διώξη μυστικά χωρίς να ανακοινώση εις κανένα τις υποψίες του. Ενώ δε αυτά είχε στον νου, ιδού ένας άγγελος του Κυρίου παρουσιάστηκε στο όνειρόν του και του είπεν· Ιωσήφ, απόγονε του Δαυίδ, μη διστάσης, να παραλάβης στον οίκο σου τη Μαριάμ, την αγνή και πιστή μνηστή σου, διότι το παιδίον που κυοφορείται εντός αυτής έχει συλληφθεί από την δημιουργική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Θα γεννήση δε υιόν, και συ (ο οποίος σύμφωνα με τον νόμον θεωρείσαι προστάτης και πατέρας του) θα το ονομάσεις Ιησούν (δηλαδή Θεόν-Σωτήρα) διότι αυτός θα σώσει πράγματι τον λαό του από τις αμαρτίες αυτών.  Και όλο αυτό το θαυμαστό και μοναδικό γεγονός έγινε, δια να πραγματοποιηθεί και επαληθεύσει αυτό που είχε λεχθεί από τον Κύριο δια του προφήτου Ησαϊου· “'Ιδού ἡ ἁγνή καί ἄμωμος παρθένος θά συλλάβῃ καί θά γεννήσῃ υἱόν, χωρίς να γνωρίσῃ ἄνδρα, καί θά ὀνομάσουν αὐτόν Ἐμμανουήλ, ὄνομα πού σημαίνει· Ὁ Θεός εἶναι μαζί μας”.  Αμέσως, λοιπόν, μόλις σηκώθηκε από τον ύπνο ο Ιωσήφ, έκαμε όπως τον είχε διατάξει ο άγγελος του Κυρίου και παρέλαβε στον οίκο του με εμπιστοσύνη και σεβασμό τη μνηστή του. Και ποτέ δεν εγνώρισε αυτήν ως σύζυγο, ούτε και όταν εγέννησεν αυτή τον πρώτον και μοναδικόν υιόν της ούτε και μετά ταύτα. Και εκάλεσε ο Ιωσήφ το όνομα του παιδιού Ιησούν.


 

Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακής 31 Μαίου 2020 (Των Αγίων Πατέρων της Α' Οικουμενικής Σύνοδου) με μέταφραση

Ευαγγέλιο Κυριακής των Αγίων πατέρων. Εκ του κατά Ιωάννην (Ιωάν ...

Ιωάν. ιζ' 1-13
1 Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε, 2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. 3 Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. 4 Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· 5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6 Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. 7 Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· 8 ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας.
9 Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, 10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. 11 Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12 Ὅτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. 13 Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς.

Απόδοση στη Νέα Ελληνική
1 Αυτά είπε ο Ιησούς και μετά εσήκωσε τα μάτια Του στον ουρανό και είπε: "Πατέρα, ήλθε η ώρα· δόξασε τον Υιό σου, για να μπορέσει και ο Υιός σου να δοξάσει Εσένα·  2 όπως Συ έδωκες σε Αυτόν εξουσία επάνω σε όλους τους ανθρώπους, έτσι και Αυτός να δώσει σε Αυτούς αυτό που Συ έδωκες σε Αυτόν, δηλαδή ζωή αιώνια! 3 Και αιώνια ζωή είναι αυτό: να γνωρίζουν Εσένα τον μόνον αληθινό Θεό και Εκείνον που Συ τους έστειλες· τον Ιησού Χριστό. 4 Εγώ Σε εδόξασα στη γη·  το έργο που μου ανέθεσες να κάμω, το έφερα εις πέρας! 5 Και τώρα, Πατέρα, δόξασέ με Εσύ· πάρε με κοντά Σου· και δώσε μου τη δόξα, που είχα κοντά Σου, πριν δημιουργηθεί ο κόσμος. 6 Εφανέρωσα το όνομά Σου στους ανθρώπους, που Συ τους πήρες από τον κόσμο και τους έδωκες σε Μένα. Δικοί σου ήσαν· και Συ τους έδωκες σε Μένα. Και τον λόγο Σου τον έχουν τηρήσει. 7 Τώρα πιά το έχουν καταλάβει, ότι όλα όσα μου έχεις δώσει, είναι από Σένα· 8 επειδή εγώ, τα λόγια που μου έδωκες Συ, τα παρέδωκα σε αυτούς· και αυτοί τα παρέλαβαν· και γι΄ αυτό, το κατάλαβαν καλά, ότι βγήκα από Σένα· και το επίστευσαν ότι Συ με έστειλες. 9 Εγώ τώρα σε παρακαλώ γι΄ αυτούς. Ναί, τώρα δεν σε παρακαλώ για τον κόσμο όλο, αλλά μόνο γι΄ αυτούς που μου έδωκες· γιατί αυτοί είναι δικοί σου·  10 Βέβαια όλα τα δικά Μου, δικά Σου είναι· και όλα τα δικά Σου είναι δικά Μου· και η δόξα μου έχει φανερωθεί σε αυτούς. 11 Μα στο εξής εγώ δεν θα βρίσκομαι πιά στον κόσμο. Αυτοί, όμως, θα μείνουν στον κόσμο· ενώ εγώ έρχομαι σε σένα. Πατέρα μου άγιε, φύλαξέ τους με τη δύναμη του ονόματός Σου, που το έδωκες και σε Μένα· κάμε να είναι και αυτοί ένα, όπως είμαστε και εμείς! 12 Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, τους εφύλαττα εγώ με τη δύναμη του ονόματός Σου. Συ μου τους έδωκες· και εγώ τους εφύλαξα. Και κανένας από αυτούς δεν χάθηκε, παρά μόνο ο υιός της απωλείας· για να εκπληρωθεί η γραφή. 13 Μα τώρα εγώ έρχομαι σε Σένα· και αυτά τα λέγω όσο είμαι ακόμη στον κόσμο, για να έχουν τη χαρά τη δική μου σε πλήρη και τέλειο βαθμό μέσα τους".

Σάββατο 23 Μαΐου 2020

Ευαγγελικό ανάγνωσμα Κυριακής 24 Μαίου 2020 (Του Τυφλού) με μετάφραση

Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Κυριακή του τυφλού

Ιωάν. θ΄  1-38
1 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. 2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; 3 ἀπεκρίθη  Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4 ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. 5 ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6 ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ 7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.

8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; 9 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. 10 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; 11 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος  Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. 12 εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα.

13  Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14 ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ  Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. 15 πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16 ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. 17 λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. 18 οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ  Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος 19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; 20 ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· 21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. 22 ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς  Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ  Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23 διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. 24 ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25 ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26 εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; 27 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; 28 ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. 29 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. 30 ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. 31 οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. 32 ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. 33 εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. 35  Ἤκουσεν ὁ  Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38 ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

Απόδοση στη Νέα Ελληνική
Καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. 2 Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» 3 Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός γιά να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ' αυτόν, 4 Όσο διαρκεί η μέρα πρέπει να εκτελώ τα έργα Εκείνου που με έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. 4 Όσο είμαι σ' αυτόν τον κόσμο είμαι το Φως για τον κόσμο».ο 6 Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το πτύσμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού, 7 και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ»—που σημαίνει "απεσταλμένος από το Θεό"». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω, έβλεπε.

8 Τότε οι γείτονες και όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: "Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;" 9 Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος, όμως,  έλεγε: «Εγώ είμαι». 10 Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς, λοιπόν, άνοιξαν τα μάτια σου;» 11 Εκείνος απάντησε: « Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: “Πήγαινε στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ και νίψου· πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». 12 Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω», τους απάντησε.

13 Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. 14 Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. 15 Άρχισαν, λοιπόν, και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». 16 Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι, όμως,  έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία:» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. 17 Ρωτούν, λοιπόν, πάλι  τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης».

18 Οι Ιουδαίοι, όμως, δεν εννοούσαν να πιστεύσουν πως αυτός ήταν τυφλός και απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου 19 και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» 20 Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. 21 Πώς, όμως, τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια εμείς δεν το ξερουμε. Ρωτήστε τον ίδιο, ενήλικος είναι. Αυτός μπορεί να μιλήσει τον εαυτό του». 22 Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. 23 Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του  "ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο».

24 Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορα, τον άνθρωπο που ήταν πριν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού, εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: "Αν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω· ένα ξέρω: πως ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω". Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας», τους αποκρίθηκε «αλλά δεν πειστήκατε, γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;» 28 Τον περιγέλασαν, τότε, και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή· 29 εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευσή του». 30 Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο, πως εσείς δεν ξέρετε από πού είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. 31 Ξέρουμε πως ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει.

Από τότε που έγινε ο κόσμος, δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. 33 Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα». 34 «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις το δάσκαλο σ’ εμάς;»  Και τον πέταξαν έξω.

35 Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» 37 «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, Αυτός είναι». 38 Τότε εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.

Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Ευαγγελικό ανάγνωσμα Κυριακής 17 Μαίου 2020 (Της Σαμαρείτιδος) με μετάφραση

ΑΚΤΙΝΕΣ: Κυριακή της Σαμαρείτιδος - Φωτεινό πρότυπο

 Ιωάν. δ΄  5-42
5 ...ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν  Ἰακὼβ  Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· 6 ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ  Ἰακώβ. ὁ οὖν  Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. 7 ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ  Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν. 8 οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. 9 λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ  Ἰουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται  Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. 10 ἀπεκρίθη  Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. 11 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; 12 μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν  Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; 13 ἀπεκρίθη  Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· 14 ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. 15 λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. 16 λέγει αὐτῇ ὁ  Ἰησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. 17 ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ  Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· 18 πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. 19 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. 20 οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν  Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. 21 λέγει αὐτῇ ὁ  Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν  Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. 22 ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν  Ἰουδαίων ἐστίν. 23 ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. 24 πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν. 25 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. 26 λέγει αὐτῇ ὁ  Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι. 27 καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; 28  Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· 29 δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; 30 ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν.

31  Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε. 32 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. 33 ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; 34 λέγει αὐτοῖς ὁ  Ἰησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. 35 οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. 36 καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. 37 ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. 38 ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε. 39  Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. 40 ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. 41 καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, 42 τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.

Απόδοση στη Νέα Ελληνική
5 'Ερχεται (ο Ιησούς) έτσι σε μια πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, κοντά στο μέρος που είχε δώσει ο Ιακώβ στο γιο του τον Ιωσήφ. 6 Στο μέρος αυτό υπήρχε ένα πηγάδι·  και ο Ιησούς, καθώς ήταν κουρασμένος από την οδοιπορία, εκάθισε με απλότητα επάνω στο πηγάδι. Ήταν τότε η ώρα περίπου έξι (δηλαδή 12 το μεσημέρι).

7 Έρχεται μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να πάρει νερό. Της λέγει ο Ιησούς: «Δώσε μου να πιω!». 8 Οι μαθητές του στο μεταξύ είχαν πάει στην πόλη ν’ αγοράσουν τρόφιμα 9 Του λέγει λοιπόν η γυναίκα εκείνη, η Σαμαρείτιδα: «Πώς σύ, ένας Ιουδαίος ζητείς νερό να πιείς, από εμένα, μια γυναίκα Σαμαρείτιδα;» Το είπε αυτό, γιατί οι Ιουδαίοι δεν μιλιούνται με τους Σαμαρείτες! 10 Της απάντησε ο Ιησούς και της είπε: «Αν ήξερες, τι δωρεά του Θεού ευρίσκεται μπροστά σου, και ποιος είν’ Αυτός που σου λέγει “δώσε μου να πιω”, θα Του εγύρευες εσύ νερό και θα σου έδινε ύδωρ ζων». 11 Του λέει η γυναίκα: “Κύριε, εσύ δεν έχεις ούτε κουβά. Και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού, λοιπόν, το έχεις το ύδωρ το ζων; 12 Μήπως είσαι μεγαλύτερος και από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε αυτό το πηγάδι· και ήπιε απ’ αυτό και ο ίδιος και τα παιδιά του και τα θρέμματά του! » 13 Της απάντησε ο Ιησούς και της είπε: «Όποιος πίνει απ’ αυτό το νερό, θα διψάσει πάλι. 14 Ενώ όποιος πιει από το νερό που θα του δώσω Εγώ, θα γίνει μέσα του μια πηγή που θ’ αναβλύζει την αιώνιο ζωή». 15 Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, δώσε μου αυτό το νερό για να μη διψω πια· και να μη χρειάζεται πια να έρχομαι ως εδώ να βγάζω νερό!».

16 Της απάντησε: «Πήγαινε, φώναξε τον άντρα σου κι έλα εδώ (μαζί του)!» 17 Του απάντησε η γυναίκα. Του είπε: «Δεν έχω άντρα». Της είπε ο Ιησούς: «Καλά το είπες ότι “δεν έχω άντρα”! 18 Γιατί μέχρι τώρα επήρες πέντε άντρες·  και αυτός που έχεις τώρα, δεν είναι δικός σου άντρας. Αυτό που είπες είναι αληθινό». 19 Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, βλέπω ότι Σύ είσαι προφήτης! 20 Οι πατέρες μας ελάτρευαν το Θεό στο όρος αυτό. Σείς, όμως, λέτε ότι ο τόπος όπου πρέπει να λατρεύουμε το Θεό είναι στην Ιερουσαλήμ.» 21 Της λέγει ο Ιησούς: «Πίστεψε με, καλή γυναίκα, ότι έρχεται ώρα που δεν θα χρειάζεται πια να λατρεύετε τον Πατέρα ούτε στο όρος αυτό, ούτε στην Ιερουσαλήμ. 22 Εσείς (οι Σαμαρείτες) λατρεύετε κάτι που δεν το ξέρετε. Εμείς λατρεύουμε κάτι που το ξέρουμε·  ότι, δηλαδή, ο Σωτήρας είναι από τους Ιουδαίους. 23 Όμως έρχεται ώρα, (η ώρα αυτή έχει πλέον έρθει) που, όσοι λατρεύουν το Θεό αληθινά, θα λατρεύουν τον Πατέρα "εν Πνεύματι και Αληθεία". Ναι, έτσι τους θέλει ο Πατέρας, εκείνους που Τον λατρεύουν. 24 Ο Θεός είναι Πνεύμα·  και όσοι Τον λατρεύουν, πρέπει να Τον λατρεύουν εν Πνεύματι και Αληθεία».  25 Του λέει η γυναίκα: «Ξέρω ότι έρχεται ο Μεσσίας, που στα ελληνικά λέγεται Χριστός· και ότι Εκείνος, όταν θα έλθει, θα μας τα εξηγήσει όλα». 26 Της λέγει ο Ιησούς: «Εγώ είμαι·  εγώ που μιλάω μαζί σου».

27 Στο σημείο αυτό ήλθαν οι μαθητές Του·  και  τα έχασαν, που Τον είδαν να μιλάει με γυναίκα. Μα κανείς τους δεν Του είπε: "Τι γυρεύεις;" ή "Τι κουβεντιάζεις μαζί της;" 28 Και να, άφησε η γυναίκα τη στάμνα της εκεί και έτρεξε στην πόλη· και λέει στους ανθρώπους: 29 «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο, που μου τα είπε όλα όσα έχω κάνει. Μήπως είναι ο Χριστός;» 30 Βγήκαν, λοιπόν, από την πόλη κι έρχονταν προς Αυτόν.

31 Στο μεταξύ, οι μαθητές Του τον παρακαλούσαν και του έλεγαν: «Ραββί, (Διδάσκαλε), φάε κάτι». 32 Μα εκείνος τους απάντησε: «Εγώ έχω να φάω τροφή που εσείς δεν την ξέρετε!». 33 Οι μαθητές έλεγαν μεταξύ τους: «Μήπως του έφερε κανείς κάτι να φάει;» 34 Αλλά ο Ιησούς τους είπε: «Εμένα τροφή μου είναι να κάνω το θέλημα Εκείνου που με απέστειλε· και να τελειώσω το έργο Του. 36 Εσείς δεν λέτε "τέσσερις μήνες ακόμη, και έρχεται ο θερισμός"; Να, τώρα σας το λέγω: σηκώστε τα μάτια σας και ρίχτε μια ματιά στα χωράφια·  είναι κιόλας λευκά, έτοιμα για θερισμό. 36 Και όποιος θερίζει, και μισθό παίρνει, και συνάγει καρπό για την αιώνιο ζωή· για να χαίρουν μαζί, εκείνος που σπέρνει και εκείνος που θερίζει. 37 Όμως ο λόγος ο αληθινός, από τα συνηθισμένα μας διαφέρει σε τούτο: ότι Άλλος είναι Εκείνος που σπέρνει και άλλος εκείνος που θερίζει”. 38 Εγώ σας στέλνω να θερίσετε αυτό, για το οποίο δεν κοπιάσατε· Κάποιοι Άλλοι εκοπίασαν· και σείς εμπήκατε στον κόπο τους». *

39 Και λοιπόν, από την πόλη εκείνη επίστευσαν κιόλας σ΄ Αυτόν πολλοί, όλοι Σαμαρείτες, επηρεασμένοι από τα λόγια της γυναίκας, που τους διαβεβαίωνε ότι:  «Μου τα είπε όλα όσα έχω κάνει». 40 Αυτοί, λοιπόν, οι Σαμαρείτες, όταν έφθασαν κοντά Του, άρχισαν να Τον παρακαλούν να μείνει στην πόλη τους. Και έμεινε εκεί δύο μέρες. 41 Στο διάστημα αυτό, χάρις στο λόγο Του, επίστευσαν πολύ περισσότεροι!  42 Και όλοι μαζί έλεγαν στη γυναίκα: «Εμείς δεν πιστεύουμε πιά σ΄Αυτόν επειδή επηρεαστήκαμε από αυτά που εσύ μας είπες! Να, Τον ακούσαμε με τα ίδια μας τα αυτιά! Και το καταλάβαμε καλά, ότι πραγματικά Αυτός είναι ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός». 

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Ευαγγελικό ανάγνωσμα Κυριακής 10 Μαίου 2020 (Του Παραλύτου) με μετάφραση

Κυριακή του Παραλύτου: Τον παράλυτο θεραπεύει ο λόγος του Κυρίου ...

Ιωάν. ε΄  1-15
Η θεραπεία του παραλύτου της Βηθεσδά
1 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀνέβη ὁ  Ἰησοῦς εἰς  Ἱεροσόλυμα. 2 ἔστι δὲ ἐν τοῖς  Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. 3 ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. 4 ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. 5 ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. 6 τοῦτον ἰδὼν ὁ  Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; 7 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. 8 λέγει αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 9 καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. 10 ἔλεγον οὖν οἱ  Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. 11 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 12 ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; 13 ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ  Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. 14 μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ  Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. 15 ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς  Ἰουδαίοις ὅτι  Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.

Απόδοση στη Νέα Ελληνική
1Ύστερα απ’ αυτά, οι Ιουδαίοι είχαν μια γιορτή, κι ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα 2 Κοντά στην προβατική πύλη, στα Ιεροσόλυμα, υπάρχει μια δεξαμενή με πέντε στοές, που εβραϊκά ονομάζεται Βηθεσδά. 3 Σ’ αυτές τις στοές κείτονταν πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, παράλυτοι, που περίμεναν να αναταραχθεί το νερό- 4 γιατί, από καιρό σε καιρό, ένας άγγελος Κυρίου κατέβαινε στη δεξαμενή κι ανατάραζε τα νερά. Όποιος, λοιπόν, έμπαινε πρώτος μετά την αναταραχή του νερού, αυτός γινόταν καλά, όποια κι αν ήταν η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε. 5 Εκεί ήταν κι ένας άνθρωπος, άρρωστος τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια 6 Όταν τον είδε ο Ιησούς κατάκοιτο, τον ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις καλά;» Ήξερε πως ήταν έτσι για πολύν καιρό. 7 «Κύριε», του αποκρίθηκε ο άρρωστος, «δεν έχω κανέναν να με βάλει στη δεξαμενή μόλις αναταραχτούν τα νερά- έτσι, ενώ εγώ προσπαθώ να πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος άλλος κατεβαίνει στο νερό πριν από μένα». 8 Ο Ιησούς του λέει: «Σήκω πάνω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». 9 Κι αμέσως ο άνθρωπος έγινε καλά, σήκωσε το κρεβάτι του και περπατούσε.

Η μέρα που έγινε αυτό ήταν Σάββατο.10 Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι άρχοντες στο θεραπευμένο: «Είναι Σάββατο, και δεν επιτρέπεται να σηκώνεις το κρεβάτι σου». 11 Αυτός όμως τους απάντησε: «Εκείνος που μ’ έκανε καλά, εκείνος μου είπε “πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα”». 12 Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε “πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα;” 13 Ο θεραπευμένος όμως δεν ήξερε να πει ποιος ήταν, επειδή ο Ιησούς είχε φύγει απαρατήρητος εξαιτίας του πλήθους που ήταν μαζεμένο εκεί. 14 Αργότερα ο Ιησούς τον βρήκε στο ναό και του είπε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά, από ’δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». 15 Ο άνθρωπος έφυγε αμέσως κι ανάγγειλε στους Ιουδαίους άρχοντες ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε.


Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Ευαγγελικό ανάγνωσμα Κυριακής 03 Μαίου 2020 (Των Μυροφόρων) με μετάφραση

Κυριακή των Μυροφόρων - Χριστιανική Φοιτητική Δράση

 (Μάρκου κεφ. ιέ' στίχοι 43-47 και κεφ. ιστ' στίχ. 1-8)

«Τῷ καιρῶ ἐκείνω ἐλθῶν Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὅς καί αὐτός ἤ προσδεχόμενος τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλάτον καί ἠτήσατο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὁ δέ Πιλάτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καί προσκαλεσάμενος τόν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτόν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καί γνούς ἀπό τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τό σῶμα τῷ Ἰωσήφ. Καί ἀγοράσας σινδόνα καί καθελῶν αὐτόν ἐνείλησε τή σινδόνι καί κατέθηκεν αὐτόν ἐν μνημείω, ὅ ἤν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καί προσεκύλισε λίθον ἐπί τήν θύραν τοῦ μνημείου. Ἡ δέ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία Ἰωσή ἐθεώρουν πού τίθεται.

Καί διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἤ Μαγδαληνή καί Μαρία ἤ τοῦ Ἰακώβου καί Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἴνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. Καί λίαν πρωί τῆς μίας σαββάτων ἔρχονται ἐπί τό μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καί ἔλεγον πρός ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἠμίν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καί ἀναβλέψασαι θεωρούσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἤν γάρ μέγας σφόδρα. Καί εἰσελθοῦσαι εἰς τό μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καί ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δέ λέγει αὐταῖς· μή ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον ἤγερθη, οὐκ ἐστίν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν.

 Ἀλλ' ὑπάγετε εἰπεῖν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καί τῷ Πέτρω ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν. ἐκεῖ αὐτόν ὄψεσθε, καθώς εἶπεν ὑμίν. Καί ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπό τοῦ μνημείου· εἶχε δέ αὐτᾶς τρόμος καί ἔκστασις, καί οὐδενί οὐδέν εἶπον. ἐφοβοῦντο γάρ».

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Εκείνο τον καιρό, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, βουλευτής και άνθρωπος με υπόληψη, που και αυτός περίμενε τη βασιλεία του Θεού, τόλμησε και παρουσιάστηκε στον Πιλάτο και ζήτησε να πάρει το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος θαύμασε ότι απέθανε κιόλας ο Ιησούς, και αφού προσκάλεσε τον αξιωματικό, τον ρώτησε αν είχε πολλή ώρα που πέθανε. Και όταν βεβαιώθηκε από τον αξιωματικό χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ Και ο Ιωσήφ αφού αγόρασε σάβανο και κατέβασε τον Ιησού από το σταυρό, τον τύλιξε στο σάβανο, τον ενταφίασε σ' ένα μνημείο που ήταν σκαμμένο μέσα σε βράχο, και έσυρε μια πέτρα μπροστά στη θύρα του μνημείου. Όταν γίνονταν αυτά, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν και έβλεπαν πού ενταφιάζεται ο Ιησούς.

Και όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα για να έλθουν και να αλείψουν τον Ιησού. Και την αυριανή, που ήταν ή πρώτη ημέρα της εβδομάδας, ξεκίνησαν πολύ πρωί και έρχονταν στο μνημείο, και έφτασαν εκεί με την ανατολή του ήλιου. Και έλεγαν μεταξύ τους· Ποιος θα μας κυλίσει την πέτρα από τη θύρα του μνημείου; Και καθώς σήκωσαν τα μάτια τους, είδαν πως ήταν αποκυλισμένη η πέτρα, και ήταν μια πέτρα πολύ μεγάλη. Και όταν μπήκαν στο μνημείο, είδαν ένα λευκοφορεμένο νέο να κάθεται στα δεξιά και από το φόβο τους τα έχασαν. Και ο νέος τους λέγει· μη τα χάνετε από φόβο· το ξέρω πως ζητάτε τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, που τον σταύρωσαν. Αναστήθηκε δεν είναι εδώ· να ο τόπος που τον έβαλαν.

Αλλά πηγαίνετε και πέστε στους μαθητές του και μάλιστα στον Πέτρο πως πηγαίνει μπροστά από σας στη Γαλιλαία· εκεί θα τον δείτε, καθώς σας είπε. Και οι γυναίκες βγήκαν και έφυγαν από το μνημείο κατατρομαγμένες και κατασαστισμένες, και από το φόβο τους δεν είπαν σε κανένα τίποτα. 

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Ευαγγελικό ανάγνωσμα Κυριακής 26 Απριλίου 2020 (Του Θωμά) με μετάφραση

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής του Θωμά 23-04-2017 | proseuxi.gr

(Ιωάν. κ΄ 19-31)

Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. Καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.

Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

Απόδοση σε νεολληνική το Ευαγγέλιο Κυριακής του Θωμά

Κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς ἡμέρας ἐκείνης, τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος, καὶ ἐνῷ οἱ πόρτες ἦσαν κλειστές, ἐκεῖ ὅπου ἦσαν συγκεντρωμένοι οἱ μαθηταί, διότι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καὶ στάθηκε εἰς τὸ μέσον καὶ τοὺς λέγει· εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας. Ὅταν εἶπε αὐτό, τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια του καὶ τὴν πλευράν του. Οἱ μαθηταὶ ἐχάρησαν διότι εἶδαν τὸν Κύριον. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε καὶ πάλιν· εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας. Καθὼς ἔστειλε ἐμὲ ὁ Πατέρας καὶ ἐγὼ στέλνω ἐσᾶς. Ὅταν εἶπε αὐτό, ἐφύσησε εἰς τὸ πρόσωπον καὶ τοὺς λέγει· Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἐὰν συγχωρέσετε τὶς ἁμαρτίες κανενὸς τοῦ εἶναι συγχωρημένες· ἂν κανενὸς δὲν τὶς συγχωρήσετε, θὰ μείνουν ἀσυγχώρητες.

Ὁ Θωμᾶς, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ὁ ὀνομαζόμενος Δίδυμος, δὲν ἦτο μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς. Τοῦ εἶπαν λοιπὸν οἱ ἄλλοι μαθηταί· εἴδαμε τὸν Κύριον. Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· Ἐὰν δὲν ἰδῶ εἰς τὰ χέρια του τὸ σημάδι ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου εἰς τὸ σημάδι ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ δὲν βάλω τὸ χέρι μου εἰς τὴν πλευράν του, δὲν θὰ πιστέψω. Ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἦσαν πάλιν μέσα εἰς τὸ σπίτι οἱ μαθηταί του καὶ ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ἐνῷ οἱ πόρτες ἦσαν κλειστές, ἐστάθηκε εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπε· εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας. Ἐπειτα λέγει εἰς τὸν Θωμᾶν· φέρε τὸ δάκτυλό σου ἐδῶ καὶ κύτταξε τὰ χέρια μου καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλε το εἰς τὴν πλευράν μου καὶ μὴ γίνεσαι ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. Ὁ Θωμᾶς τοῦ ἀπεκρίθη· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου.

Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει· επειδὴ μὲ εἶδες, ἐπίστεψες. Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μὲ εἶδαν καὶ ὅμως ἐπίστεψαν. Καὶ ἄλλα πολλὰ θαὐματα ἔκανε ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν του, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τοῦτο. Αλλ’ αὐτὰ ἔχουν γραφῆ γιὰ νὰ πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ πιστεύοντες νὰ ἔχετε ζωὴν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ.

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Ευαγγέλιο Κυριακής 12 Απριλίου 2020 (Των Βαϊων) με μετάφραση

Μή φοβού θύγατερ Σιών, ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επί ...

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΒ´ 1-18
Ὁ οὖν Ἰησοῦς πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Εποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. Η οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· Διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; Εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. 7Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· Ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Εβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἐκραύγαζον· Ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· Μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.

Ερμηνευτική απόδοση 
Ο δε Ιησούς, εξ ημέρας προ του πάσχα ήλθεν εις την Βηθανίαν, όπου ήτο ο Λαζαρος, ο οποίος είχε πεθάνει και τον οποίον είχε αναστήσει εκ νεκρών. Παρέθεσαν, λοιπόν, εις αυτόν δείπνον εκεί και η Μαρθα υπηρετούσε. Ο Λαζαρος ήτο ένας από τους συνδαιτυμόνας. Εν τω μεταξύ η Μαρία επήρε μίαν λίτραν μύρου γνησίου και πολυτίμου, καμωμένου από το αρωματικόν φυτόν που λέγεται νάρδος, και άλειψε τα πόδια του Ιησού, τα οποία και εσπόγγισε κατόπιν με τας τρίχας της κεφαλής της. (Τούτο δε έκαμε από βαθείαν πίστιν προς τον Σωτήρα και από θερμήν ευγνωμοσύνην προς αυτόν, που είχεν αναστήσει τον αδελφόν της). Ολο δε το σπίτι εγέμισε από την ευωδίαν του μύρου. Λέγει τότε ένας από τους μαθητάς του Ιησού, ο Ιούδας, ο υιός του Σιμωνος ο Ισκαριώτης, ο οποίος μετ’ ολίγον έμελε να τον παραδώση στους σταυρωτάς· “διατί το μύρον αυτό δεν επωλήθη αντί τριακοσίων δηναρίων, αντί εξήντα περίπου χρυσών λιρών και δεν εδόθη το αντίτιμόν του στους πτωχούς;” Είπε αυτό, όχι διότι είχε κανένα ενδιαφέρον δια τους πτωχούς, αλλά διότι ήτο κλέπτης, και είχε το κουτί των εισφορών, και εκρατούσε δια τον ευατόν του τα χρήματα, που έρριπταν εις αυτό. Είπε τότε ο Ιησούς· “αφήστε ήσυχην αυτήν την γυναίκα· εφύλαξε το μύρον αυτό σαν να προησθάνετο και το εχρησιμοποίησε δι’ εμέ τώρα, τας παραμονάς του ενταφιασμού μου. Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε μαζή σας, εμέ όμως δεν με έχετε πάντοτε. Μετ’ ολίγον θα παραδοθώ εις χείρας των σταυρωτών μου”. Επληροφορήθηκε τότε πολύς λαός από τους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς ευρίσκετο εις την Βηθανίαν και ήλθαν εκεί, όχι μόνον δια τον Ιησούν, αλλά δια να ίδουν και τον Λαζαρον, τον οποίον είχεν αναστήσει εκ νεκρών. Οι αρχιερείς όταν επληροφορήθησαν αυτά, απεφάσισαν να φονεύσουν και τον Λαζαρον, διότι πολλοί από τους Ιουδαίους επήγαν δι’ αυτόν εις την Βηθανίαν και όταν τον έβλεπαν ζωντανόν και υγιή, αναστημένον εκ νεκρών, επίστευαν στον Ιησούν. Την άλλην ημέραν πολύς λαός, που είχε έλθει δια την εορτήν, όταν ήκουσαν ότι ο Ιησούς έρχεται εις τα Ιεροσόλυμα, επήραν εις τα χέρια των κλάδους από φοίνικας και εβγήκαν να τον προϋπαντήσουν και εφώναζαν· “δόξα και τιμή εις αυτόν· ευλογημένος και δοξασμένος ας είναι αυτός που έρχεται εκ μέρους του Κυρίου, αυτός που είναι ο ένδοξος και αληθινός βασιλεύς του Ισραήλ. Ευρήκε δε ο Ιησούς ένα πουλάρι και εκάθισεν επάνω εις αυτό, σύμφωνα με εκείνο που είναι γραμμένο εις τις προφητείες· Μη φοβάσαι, Ιερουσαλήμ, κόρη της Σιών, ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται ταπεινός, γλυκύς, γεμάτος αγάπην δια σε, καθισμένος επάνω εις πουλάρι όνου. Τι εσήμαιναν τα λόγια και τα γεγονότα αυτά δεν είχαν εννοήσει οι μαθηταί του προηγουμένως, αλλ’ όταν ο Ιησούς με την θριαμβευτικήν ανάστασιν του και την ένδοξον ανάληψίν του εδοξάσθη, τότε εθυμήθηκαν, ότι αυτά όλα είχαν γραφή από το Πνεύμα του Θεού δι’ αυτόν και εις την εκπλήρωσιν αυτών συνείργησαν αυτοί και ο λαός, χωρίς να το ενοούν. Κατά τας ώρας της μεγάλης εκείνης υποδοχής ο λαός, που ήτο μαζή του όταν ο Ιησούς εφώναξε τον Λαζαρον από το μνημείον και και τον ανέστησε εκ νεκρών, εμαρτυρούσε και επεβεβαίωνε εις τα άλλα πλήθη το μεγάλο αυτό θαύμα. Δι’ αυτό δε και τα πολλά πλήθη του λαού τον προϋπήντησαν, διότι είχαν πληροφορηθή από αυτόπτας μάρτυρας, ότι αυτός είχε κάμει το μεγάλο τούτο θαύμα.

Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

Ευαγγέλιο Σάββατο 11 Απριλίου 2020 (Ανάστασις του Λαζάρου) με μετάφραση

Η ανάσταση του Λαζάρου | Πεμπτουσία

Ευαγγέλιο Κατά Ιωάννην (ια΄ 1-45)

Τῷ καιρῷ ἐκεῖνῳ, ἦν ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς. Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει. Ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ. Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ' ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι' αὐτῆς. Ἠγάπα δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον.
Ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας· ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν πάλιν. Λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; Ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ. Ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν. Εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται. Εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει. Τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς παρρησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε, καὶ χαίρω δι' ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ' ἄγωμεν πρὸς αὐτόν. Εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ' αὐτοῦ. Ἐλθὼν οὖν ὁ Ἰησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ.
Ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν Ἱεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε, καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. Ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. Εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. Ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. Λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο; Λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος. Καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε. Ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν. Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ' ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα.
Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι οἱ ὄντες μετ' αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ. Ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. Ἰησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ Ἰουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν; Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; Ἰησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ.
Λέγει ὁ Ἰησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; Ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. Ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν. 

Απόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό ἐκείνο, ὑπῆρχε κάποιος ἀσθενὴς ὀνομαζόμενος Λάζαρος ἀπὸ τὴν Βηθανίαν, ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Μαρίας καὶ τῆς ἀδελφῆς της Μάρθας. Αὐτὴ ἦτο ἡ Μαρία ποὺ ἄλειψε τὸν Κύριον μὲ μύρον καὶ ἐσφόγγισε τὰ πόδια του μὲ τὰ μαλλιά της, τῆς ὁποίας ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἦτο ἀσθενής. Ἔστειλαν λοιπὸν οἱ ἀδελφὲς πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπαν, «Κύριε, ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶς, εἶναι ἀσθενής». Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς, εἶπε, «Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια δὲν θὰ καταλήξῃ εἰς θάνατον ἀλλ’ εἶναι χάριν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ δοξασθῇ δι’ αὐτῆς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Ὁ Ἰησοῦς ἀγαποῦσε τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφήν της καὶ τὸν Λάζαρον.
Ὅταν λοιπὸν ἄκουσε ὅτι ἀσθενεῖ, ἔμεινε τότε δύο ἡμέρες εἰς τὸν τόπον ὅπου εὑρίσκετο. Ἔπειτα εἶπε εἰς τοὺς μαθητάς, «Ἂς ἐπιστρέψωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν». Λέγουν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταί, «Ραββί, πρὸ ὀλίγου οἱ Ἰουδαῖοι ζητοῦσαν νὰ σὲ λιθοβολήσουν καὶ πάλιν πηγαίνεις ἐκεῖ;». Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, «Δὲν εἶναι δώδεκα οἱ ὧρες τῆς ἡμέρας; Ἐὰν περπατῇ κανεὶς τὴν ἡμέραν, δὲν σκοντάφτει, διότι βλέπει τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου. Ἐὰν ὅμως περπατῇ τὴν νύχτα, σκοντάφτει, διότι τὸ φῶς δὲν εἶναι μαζί του». Αὐτὰ εἶπε καὶ κατόπιν συνέχισε, «Ὁ Λάζαρος ὁ φίλος μας ἔχει κοιμηθῆ, ἀλλὰ πηγαίνω νὰ τὸν ξυπνήσω». Τοῦ εἶπαν τότε οἱ μαθηταί του, «Κύριε, ἂν ἔχῃ κοιμηθῆ θὰ γίνῃ καλά». Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς εἶχε μιλήσει διὰ τὸν θάνατόν του, ἐκεῖνοι δὲ ἐνόμισαν ὅτι μιλεῖ διὰ τὸν φυσικὸν ὕπνον. Τότε τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς καθαρά, «Ὁ Λάζαρος ἐπέθανε, καὶ χαίρω ποὺ δὲν ἤμουν ἐκεῖ διότι θὰ εἶναι γιὰ τὸ καλό σας γιὰ νὰ πιστέψετε· ἀλλ’ ἂς πᾶμε σ’ αὐτόν». Εἶπε τότε ὁ Θωμᾶς, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, εἰς τοὺς συμμαθητάς του, «Ἂς πᾶμε καὶ ἐμεῖς διὰ νὰ πεθάνωμε μαζί του». Ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς, τὸν εὑρῆκε ἤδη ἐνταφιασμένον πρὸ τεσσάρων ἡμερῶν.
Ἡ Βηθανία ἦτο πλησίον τῶν Ἱεροσολύμων περὶ τὰ δέκα πέντε στάδια. Καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους εἶχαν ἔλθει εἰς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν Μαρίαν διὰ νὰ τὰς παρηγορήσουν διὰ τὸν ἀδελφόν τους. Μόλις ἄκουσε ἡ Μάρθα ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ἐπῆγε νὰ τὸν προϋπαντήση, ἑνῷ ἡ Μαρία ἐκάθησε εἰς τὸ σπίτι. Εἶπε τότε ἡ Μάρθα εἰς τὸν Ἰησοῦν, «Κύριε, ἐὰν ἤσουνα ἐδῶ, δὲν θὰ πέθαινε ὁ ἀδελφός μου. Ἀλλὰ καὶ τώρα ξέρω ὅτι ὅσα ζητήσῃς ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ σοῦ τὰ δώσῃ ὁ Θεός». Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς, «Ὁ ἀδελφός σου θὰ ἀναστηθῇ». Ἡ Μάρθα τοῦ λέγει, «Ξέρω ὅτι θὰ ἀναστηθῇ κατὰ τὴν ἀνάστασιν, τὴν ἐσχάτην ἡμέραν». Τότε ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὅποιος πιστεύει σὲ ἐμέ, καὶ ἂν πεθάνῃ, θὰ ζήσῃ, καὶ ὅποιος ζῆ καὶ πιστεύει σ’ ἐμέ, δὲν θὰ πεθάνῃ ποτέ. Τὸ πιστεύεις αὐτό;». Λέγει εἰς αὐτόν, «Ναί, Κύριε, ἐγὼ ἔχω πιστέψει ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον». Ὅταν εἶπε αὐτά, ἔφυγε καὶ ἐφώναξε τὴν Μαρίαν τὴν ἀδελφήν της καὶ τῆς εἶπε μυστικά, «Ὁ διδάσκαλος εἶναι ἐδῶ καὶ σὲ φωνάζει». Ἐκείνη μόλις τὸ ἄκουσε, σηκώνεται γρήγορα καὶ ἔρχεται σ’ αὐτόν. Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη ἔλθει εἰς τὸ χωριό, ἀλλ’ εὑρίσκετο εἰς τόπον ὅπου τὸν προϋπάντησε ἡ Μάρθα.
Οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν μαζί της εἰς τὸ σπίτι καὶ τὴν παρηγοροῦσαν, ὅταν εἶδαν ὅτι ἡ Μαρία ἐσηκώθηκε γρήγορα καὶ ἐβγῆκε, τὴν ἀκολούθησαν καὶ ἔλεγαν, «Πηγαίνει εἰς τὸ μνημεῖον διὰ νὰ κλάψῃ ἐκεῖ». Ἦλθε λοιπὸν ἡ Μαρία ἐκεῖ ὅπου ἦτο ὁ Ἰησοῦς, καὶ μόλις τὸν εἶδε, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε, «Κύριε, ἐὰν ἤσουνα ἐδῶ, δὲν θὰ πέθαινε ὁ ἀδελφός μου». Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τὴν εἶδε νὰ κλαίῃ καὶ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ τὴν συνώδευαν νὰ κλαίουν ἐπίσης, ἀναστέναξε μέσα του καὶ ταράχθηκε καὶ εἶπε, «Ποῦ τὸν ἔχετε βάλει;». Τοῦ λέγουν, «Κύριε, ἔλα νὰ ἰδῇς». Ὁ Ἰησοῦς ἐδάκρυσε. Εἶπαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι, «Κύτταξε πόσον τὸν ἀγαποῦσε». Ἀλλὰ μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶπαν, «Δὲν μποροῦσε αὐτός, ποὺ ἀνοιξε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ, νὰ κάνῃ κάτι ὥστε νὰ μὴ πεθάνῃ ὁ Λάζαρος;». Ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ πάλιν ἀναστέναξε μέσα του, ὴλθε εἰς τὸ μνῆμα. Ἦτο δὲ τοῦτο σπήλαιον καὶ ἕνας λίθος ἦτο εἰς τὸ στόμιον.
Λέγει ὁ Ἰησοῦς, «Σηκῶστε τὸν λίθον». Ἡ Μάρθα, ἡ ἀδελφὴ τοῦ ἀποθανόντος, τοῦ λέγει, «Κύριε, τώρα θὰ μυρίζῃ ἄσχημα, διότι εἶναι ἡ τετάρτη ἡμέρα». Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Δὲν σοῦ εἶπα ὅτι ἐὰν πιστέψῃς θὰ ἰδῇς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;». Ἐσήκωσαν τότε τὸν λίθον ὅπου εὑρίσκετο ὁ νεκρός. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσήκωσε τὰ μάτια πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ εἶπε, «Πατέρα, σὲ εὐχαριστῶ, διότι μὲ ἄκουσες. Ἐγὼ βέβαια ἤξερα ὅτι πάντοτε μὲ ἀκοῦς ἀλλὰ τὸ εἶπα διὰ τὸν λαὸν ποὺ παρευρίσκεται, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅτι σὺ μὲ ἔστειλες». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἐφώναξε μὲ δυνατὴν φωνήν, «Λάζαρε, ἔλα ἔξω». Καὶ ἐβγῆκε ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πεθάνει, δεμένος τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια μὲ λευκὲς ταινίες, καὶ τὸ πρόσωπόν του γύρω δεμένο μὲ μαντῆλι. Τοὺς εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς, «Λύστε τον καὶ ἀφῆστέ τον νὰ φύγῃ». Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει εἰς τὴν Μαρίαν καὶ εἶδαν τί ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστεψαν σ’ αὐτόν.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Ευαγγέλιο Κυριακής 22 Μαρτίου 2020 (Της Σταυροπροσκυνήσεως) με μετάφραση

Αποτέλεσμα εικόνας για ευαγγελιο σταυροπροσκυνησεως

(Μαρκ. η´ 34 – θ´ 1) 
Εἶπεν ὁ Κύριος· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶἀκολουθείτω μοι. ῞Ος γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν.
Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ῎Η τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; ῞Ος γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶἁμαρτωλῷ, καὶὁ υἱὸς τοῦἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων.
Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

 Απόδοση σε απλή γλώσσα
Εἶπε ὁ Κύριος «῞Οποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του κι ἂς μὲ ἀκολουθεῖ. Γιατὶὅποιος θέλει νὰ σώσει τὴ ζωή του θὰ τὴ χάσει· ὅποιος ὅμως χάσει τὴ ζωή του ἐξαιτίας μου καὶἐξαιτίας τοῦ εὐαγγελίου, αὐτὸς θὰ τὴ σώσει. Τί θὰ ὠφεληθεῖὁἄνθρωπος, ἂν κερδίσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο ἀλλὰ χάσει τὴ ζωή του; Τί μπορεῖ νὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα γιὰ τὴ ζωή του; ῞Οποιος, ζώντας μέσα σ’ αὐτὴ τὴ γενιὰ τὴν ἄπιστη κι ἁμαρτωλή, ντραπεῖ γιὰ μένα καὶ γιὰ τὴ διδασκαλία μου, θὰ ντραπεῖ γι’ αὐτὸν καὶὁ Υἱὸς τοῦ᾿Ανθρώπου, ὅταν ἔρθει μὲ ὅλη τὴ λαμπρότητα τοῦ Πατέρα του, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους».
Τοὺς ἔλεγε ἀκόμη ὁ᾿Ιησοῦς· «Σᾶς βεβαιώνω πὼς ὑπάρχουν μερικοὶ ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευτοῦν τὸν θάνατο, πρὶν δοῦν νὰἔρχεται δυναμικὰἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

Ευαγγέλιο Κυριακής 15 Μαρτίου 2020 Β' Νηστειών (Με μετάφραση)

Αποτέλεσμα εικόνας για Ευαγγέλιο Κυριακής 15 Μαρτίου 2020 Β' Νηστειών (Με μετάφραση)

Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής Β´ Νηστειών (Αγίου Γρηγορίου Παλαμά) (Μάρκ. β΄ 1-12)

Τῷ καιρῷ εκείνῳ, εἰσῆλθεν ο Κύριος πάλιν εἰς Καπερναοὺμ καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. Καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορ ύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; Καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;
Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; Ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας λέγει τῷ παραλυτικῷ. Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.

Απόδοση σε νεολληνική το Ευαγγέλιο Κυριακής Β´ Νηστειών

Τὸν καιρό εκείνο, όταν ἦλθε και πάλιν ὁ Κύριος εἰς τὴν Καπερναούμ, διαδόθηκε ὅτι βρίσκεται σὲ κάποιο σπίτι. Καὶ ἀμέσως ἐμαζεύθηκαν πολλοί, ὥστε νὰ μὴν τοὺς χωρῇ πλέον οὔτε ὁ χῶρος ἐμπρὸς εἰς τὴν πόρτα, καὶ τοὺς ἐκήρυττε τὸν λόγον. Καὶ ἔρχονται καὶ τοῦ φέρουν ἕνα παραλυτικόν, τὸν ὁποῖον ἐβάσταζαν τέσσερα πρόσωπα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν πλησιάσουν ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους, ἀφήρεσαν τὴν στέγην, ὅπου εὑρίσκετο, ἔκαναν ἕνα ἄνοιγμα καὶ κατέβασαν τὸ κρεββάτι, ὅπου ἤτανε ξαπλωμένος ὁ παραλυτικός. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὴν πίστιν τους, λέγει εἰς τὸν παραλυτικόν· παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι. Ἐκάθοντο δὲ ἐκεῖ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς καὶ ἐσκέπτοντο μέσα τους· γιατὶ λέγει αὐτὸς βλασφημίας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον; Ποιὸς μπορεῖ νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίας παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός; Ὁ Ἰησοῦς ἀμέσως ἐκατάλαβε μέσα του ὅτι αὐτὰ σκέπτονται καὶ τοὺς λέγει· γιατὶ κάνετε τὶς σκέψεις αὐτὲς μέσα σας;
Τὶ εἶναι εὐκολώτερον νὰ πὦ εἰς τὸν παραλυτικόν, σοῦ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι ἢ νὰ πῶ, σήκω ἐπάνω καὶ πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ βάδιζε; Ἀλλὰ διὰ νὰ μάθετε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσίαν νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς, λέγει εἰς τὸν παραλυτικόν. Σοῦ λέγω, σήκω ἐπάνω καὶ πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε εἰς τὸ σπίτι σου. Καὶ ἐσηκώθηκε ἀμέσως καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσε τὸ κρεββάτι ἐβγῆκε ὑπὸ τὰ βλέμματα ὅλων, ὥστε νὰ ἐκπλαγοῦν ὅλοι καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸν καὶ νὰ λέγουν, ποτὲ δὲν εἴδαμε τέτοια πράγματα.

Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 08 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020 (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ) ΜΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 08 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020 (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ) ΜΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

(᾿Ιω. α´ 44-52)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἠθέλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. ῏Ην δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καὶ Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ ᾿Ιωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε.

Εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ᾿Απεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. ᾿Απεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ῥαββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. ᾿Απεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; Μείζω τούτων ὄψει. Καὶ λέγει αὐτῷ· ᾿Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

 Απόδοση στη νεοελληνική
Τόν καιρό ἐκεῖνο ὁ ᾿Ιησοῦς ἀποφάσισε νὰ πάει στὴ Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τὸν Φίλιππο καὶ τοῦ λέει· «῎Ελα μαζί μου». ῾Ο Φίλιππος καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, τὴν πατρίδα τοῦ ᾿Ανδρέα καὶ τοῦ Πέτρου. Βρίσκει ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέει· «Αὐτὸν ποὺ προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς στὸν νόμο καὶ οἱ προφῆτες, τὸν βρήκαμε· εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς, ὁ γιὸς τοῦ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ». «Μπορεῖ ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ νὰ βγεῖ τίποτα καλό;» τὸν ρώτησε ὁ Ναθαναήλ. «῎Ελα καὶ δὲς μόνος σου», τοῦ λέει ὁ Φίλιππος.

῾Ο ᾿Ιησοῦς εἶδε τὸν Ναθαναὴλ νὰ πλησιάζει καὶ λέει γι’ αὐτόν· «Νά ἕνας γνήσιος ᾿Ισραηλίτης, χωρὶς δόλο μέσα του». «᾿Απὸ ποῦ μὲ ξέρεις;» τὸν ρωτάει ὁ Ναθαναήλ. Κι ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ ἀπάντησε· «Προτοῦ σοῦ πεῖ ὁ Φίλιππος νὰ ᾿ρθεῖς, σὲ εἶδα ποὺ ἤσουν κάτω ἀπ’ τὴ συκιά». Τότε ὁ Ναθαναὴλ τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ ᾿Ισραήλ». Κι ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε· «᾿Επειδὴ σοῦ εἶπα πὼς σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴ συκιά, γι’ αὐτὸ πιστεύεις; Θὰ δεῖς μεγαλύτερα πράγματα ἀπ’ αὐτά». Καὶ τοῦ λέει· «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι σύντομα θὰ δεῖτε νὰ ἔχει ἀνοίξει ὁ οὐρανός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν πάνω στὸν Υἱὸ τοῦ ᾿Ανθρώπου».

Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Ευαγγέλιο της Κυριακής 01 Μαρτίου 2020 (Τυρινής) Μετάφραση

Αποτέλεσμα εικόνας για ευαγγελιο τυρινησ

Εἶπεν ὁ Κύριος· ἐάν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑ-μῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν.
῞Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀ-φανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.
Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική γλώσσα:
Εἶπε ὁ Κύριος· ἂν συγχωρήσετε τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὰ παραπτώματά τους, θὰ σᾶς συγχωρήσει κι ἐσᾶς ὁ οὐράνιος Πατέρας σας. ῍Αν ὅμως δὲν συγχωρήσετε στοὺς ἀνθρώπους τὰ παραπτώματά τους, οὔτε κι ὁ Πατέρας σας θὰ συγχωρήσει τὰ δικά σας παραπτώματα.

῞Οταν νηστεύετε, νὰ μὴ γίνεστε σκυθρωποί, ὅπως οἱ ὑποκριτές, ποὺ παραμορφώνουν τὴν ὄψη τους γιὰ νὰ δείξουν στοὺς ἀνθρώπους πὼς νηστεύουν. Σᾶς βεβαιώνω πὼς ἔτσι ἔχουν κιόλας λάβει τὴν ἀνταμοιβή τους.

᾿Εσύ, ἀντίθετα, ὅταν νηστεύεις, περιποιήσου τὰ μαλλιά σου καὶ νίψε τὸ πρόσωπό σου, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ στοὺς ἀνθρώπους ἡ νηστεία σου, ἀλλὰ στὸν Πατέρα σου, ποὺ βλέπει τὶς κρυφὲς πράξεις· καὶ ὁ Πατέρας σου, ποὺ βλέπει τὶς κρυφὲς πράξεις, θὰ σοῦ τὸ ἀνταποδώσει φανερά.

Μὴ μαζεύετε θησαυροὺς πάνω στὴ γῆ, ὅπου τοὺς ἀφανίζει ὁ σκόρος καὶ ἡ σκουριά, κι ὅπου οἱ κλέφτες κάνουν διαρρήξεις καὶ τοὺς κλέβουν.

Αντίθετα, νὰ μαζεύετε θησαυροὺς στὸν οὐρανό, ὅπου δὲν τοὺς ἀφανίζουν οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σκουριά, κι ὅπου οἱ κλέφτες δὲν κάνουν διαρρήξεις καὶ δὲν τοὺς κλέβουν. Γιατὶ ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σας.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Ευαγγέλιο Κυριακής της Απόκρεω 23 Φεβρουαρίου 2020 (Μεταφρασμένο)

Αποτέλεσμα εικόνας για κυριακη της αποκρεω

Ευαγγέλιο Κυριακής Κατά Ματθαίο, ΚΕ'(25) 31-46

῞Οταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ,
καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων,
καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων.
τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.
ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με,
γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με.
τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν;
πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν;
πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε;
καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.
τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.
ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με,
ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με.
τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι;
τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε.
καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.

Νεοελληνική Απόδοση

«Όταν λοιπόν έρθει ο Υιός του ανθρώπου μέσα στη δόξα του και όλοι οι άγγελοι μαζί του, τότε θα καθίσει πάνω στο θρόνο της δόξας του.
Και όλα τα έθνη θα συναχτούν μπροστά του, και θα τους ξεχωρίσει μεταξύ τους όπως ακριβώς ο ποιμένας ξεχωρίζει τα πρόβατα από τα κατσίκια.
Και θα στήσει αφενός τα πρόβατα από τα δεξιά του, αφετέρου τα κατσικάκια από τα αριστερά του.
Τότε θα πει ο βασιλιάς σ’ αυτούς που είναι από τα δεξιά του: Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε την ετοιμασμένη για σας βασιλεία από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου.
Γιατί πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και με περιμαζέψατε,
γυμνός και με ντύσατε, ασθένησα και με επισκεφτήκατε, ήμουν σε φυλακή και ήρθατε προς εμένα.
Τότε θα του αποκριθούν οι δίκαιοι λέγοντας: Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε, ή να διψάς και σου δώσαμε να πιεις;
Και πότε σε είδαμε ξένο και σε περιμαζέψαμε, ή γυμνό και σε ντύσαμε;
Και πότε σε είδαμε να είσαι ασθενής ή σε φυλακή και ήρθαμε προς εσένα;
Και αφού αποκριθεί ο βασιλιάς, θα τους πει: Αλήθεια σας λέω, εφόσον το κάνατε σ’ έναν από αυτούς τους αδελφούς μου τους ασήμαντους, σ’ εμένα το κάνατε.
Τότε θα πει και σ’ αυτούς που θα είναι από τα αριστερά του: Φύγετε από εμένα οι καταραμένοι, στη φωτιά την αιώνια, την ετοιμασμένη για το Διάβολο και τους αγγέλους του.
Γιατί πείνασα και δε μου δώσατε να φάω, δίψασα και δε μου δώσατε να πιω,
ήμουν ξένος και δε με περιμαζέψατε, γυμνός και δε με ντύσατε, ασθενής και σε φυλακή και δε μ’ επισκεφτήκατε.
Τότε θα αποκριθούν και αυτοί λέγοντας: Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς ή ξένο ή γυμνό ή ασθενή ή σε φυλακή και δε σε διακονήσαμε;
Τότε θα αποκριθεί σ’ αυτούς λέγοντας: Αλήθεια σας λέω, εφόσον δεν το κάνατε σ’ έναν από αυτούς τους ασήμαντους, ούτε σ’ εμένα το κάνατε.
Και θα πάνε αυτοί σε κόλαση αιώνια, ενώ οι δίκαιοι σε ζωή αιώνια».

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Ευαγγέλιο Κυριακής Κατά Λουκά, ΙΕ'( ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ-ΜΕ ΕΡΜΗΝΕΙΑ|)

Αποτέλεσμα εικόνας για του άσωτου γιου


Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς.
καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον.
καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.
δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.
καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.

εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!
ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου.

οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας,

καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν,
ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.

῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν,
καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.

ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.
ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν.

ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ·
ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν.
ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν·

εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Νεοελληνική Απόδοση
Η παραβολή του ασώτου γιου
Είπε τότε: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους.
Και ο νεότερος από αυτούς είπε στον πατέρα του: Πατέρα, δώσε μου το μέρος της περιουσίας που μου ανήκει. Εκείνος διαίρεσε σ’ αυτούς την περιουσία.
Και μετά από λίγες ημέρες, αφού τα σύναξε όλα ο νεότερος γιος, αποδήμησε σε χώρα μακρινή και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του ζώντας άσωτα.
Και όταν αυτός τα δαπάνησε όλα, έγινε ισχυρός λιμός στη χώρα εκείνη, και αυτός άρχισε να στερείται.
Και τότε πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, και τον έστειλε στους αγρούς του να βόσκει χοίρους.
Και αυτός επιθυμούσε να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, και κανείς δεν του έδινε.
Τότε συνήλθε και είπε: Σε πόσους μισθωτούς του πατέρα μου περισσεύουν άρτοι, ενώ εδώ εγώ χάνομαι από λιμό.
Αφού σηκωθώ, θα πορευτώ προς τον πατέρα μου και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου,
δεν είμαι άξιος πια να ονομαστώ γιος σου. Κάνε με όπως έναν από τους μισθωτούς σου.
Και σηκώθηκε και ήρθε προς τον δικό του πατέρα. Ενώ λοιπόν αυτός απείχε ακόμα μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίστηκε και, αφού έτρεξε, έπεσε πάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησε.
Του είπε τότε ο γιος: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου, δεν είμαι άξιος πια να ονομαστώ γιος σου.
Είπε όμως ο πατέρας προς τους δούλους του: Γρήγορα, φέρτε έξω την πρώτη στολή και ντύστε τον, και δώστε δαχτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια,
και φέρτε το καλοθρεμμένο μοσχάρι, σφάξτε το, και να φάμε να ευφρανθούμε,γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και ξανάζησε, ήταν χαμένος και βρέθηκε. Και άρχισαν να ευφραίνονται.
Ο γιος του ο πρεσβύτερος ήταν τότε στον αγρό. Και καθώς ερχόταν και πλησίασε στην οικία, άκουσε συμφωνίες οργάνων και χορούς και, αφού προσκάλεσε έναν από τους δούλους, ζητούσε να μάθει τι σήμαιναν αυτά.
Εκείνος του είπε: Ο αδελφός σου έχει έρθει, και έσφαξε ο πατέρας σου το μοσχάρι το καλοθρεμμένο, γιατί τον έλαβε πίσω υγιή.
Αυτός τότε οργίστηκε και δεν ήθελε να εισέλθει, αλλά ο πατέρας του εξήλθε και τον παρακαλούσε να μπει μέσα.
Εκείνος αποκρίθηκε και είπε στον πατέρα του: Ιδού, τόσα έτη σε υπηρετώ σαν δούλος και ποτέ δεν παράβηκα εντολή σου, αλλά σ’ εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα κατσίκι, για να ευφρανθώ μαζί με τους φίλους μου.
Όταν όμως αυτός ο γιος σου ήρθε, που σου κατάφαγε το βιος μαζί με πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν το καλοθρεμμένο μοσχάρι!
Εκείνος του είπε: Παιδί μου, εσύ πάντοτε είσαι μαζί μου, και όλα τα δικά μου είναι δικά σου.
Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός και έζησε, και χαμένος και βρέθηκε».