Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2022

Αγία Τατιανή (12 Ιανουαρίου)


Ιερά Λείψανα:Η Κάρα της Αγίας βρίσκεται στην Ιερά Μονή Κούρτεα Άρτζες Ρουμανίας.

Βιογραφία

Η Αγία Μάρτυς Τατιανή καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου του Σεβήρου (222 - 235 μ.Χ.). Ο πατέρας της είχε διατελέσει ύπατος.

Η Αγία Τατιανή είχε το εκκλησιαστικό αξίωμα της διακόνισσας και στην υμνολογία παρίσταται ως μαθήτρια των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Η επισημότητα της καταγωγής της και ο ένθεος ζήλος με τον οποίο εκτελούσε τα διακονικά της καθήκοντα, έδωσαν στην Τατιανή περιφανή θέση μεταξύ των Χριστιανών. Και οι Εθνικοί όμως είχαν ακούσει περί αυτής και δεν μπορούσαν να δεχθούν το γεγονός ότι μια τέτοια γυναίκα καταφρονούσε τις κοσμικές βλέψεις και περιφρονούσε τα είδωλα, για να υπηρετεί με τόση αυταπάρνηση τους Χριστιανούς και να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Κυρίου.

Όταν, επί Σεβήρου, διατάχθηκε δίωξη των Χριστιανών, η Τατιανή συνελήφθη και επειδή διεκήρυττε την πίστη της στον Χριστό, την οδήγησαν μπροστά στο βασιλέα και μαζί με αυτόν εισήλθε σε ένα ειδωλολατρικό ναό. Εκεί όμως η Αγία, με μια θερμή προσευχή στο Χριστό, συντάραξε τα ξόανα (τα ξύλινα αγάλματα) των θεοτήτων της ειδωλολατρίας και τα γκρέμισε στο δάπεδο. Για τον λόγο αυτό την υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Την κτύπησαν και με σιδερένια νύχια της ξέσκισαν τα βλέφαρα. Έπειτα την κρέμασαν και της ξύρισαν το κεφάλι. Ακολούθως την έριξαν πάνω σε φωτιά, αλλά δεν έπαθε τίποτα. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα άγρια θηρία, αλλά αυτά δεν τόλμησαν να την βλάψουν. Ύστερα από όλα αυτά, οι ειδωλολάτρες, έκοψαν την Τίμια κεφαλή και κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αγία εισήλθε με το στέφανο της δόξας στη χαρά του Κυρίου της.


 

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

Άγιος Θεμιστοκλής ο Προστάτης των διωκομένων Χριστιανών (21 Δεκεμβρίου)


Στην χορεία των Αγίων μας, υπάρχουν και Άγιοι οι οποίοι δεν είναι ευρύτερα γνωστοί. Τυγχάνει όμως πολλές φορές ο βίος τους να είναι, θαυμαστός, ηρωικός, απαράμιλλος, ουράνιος, υπεράνθρωπος.

Τέτοιος αγαπητοί μας είναι και ο βίος του Αγίου Θεμιστοκλή, του “Προστάτη των διωκομένων χριστιανών” του οποίου την ιερή μνήμη σήμερα τιμούμε και εορτάζουμε!

Αξίζει να διαβάσουμε όλοι το Βίο του και να επικαλεστούμε τη μεσιτεία του στον Φιλεύσπλαχνο Κύριο μας, Τον μόνο Φιλάνθρωπο, για τη σωτηρία των ψυχών μας.

Συναξάρι:

Ο άγιος Θεμιστοκλής πατρίδα είχε τα Μύρα της Λυκίας, κι έζησε και μαρτύρησε στο διωγμό του Δεκίου, δηλαδή στα 250 μετά Χριστόν. Ο ηγεμόνας του τόπου ζητούσε τότε να βρει έναν Διοσκορίδη το όνομα, που τον είχαν καταγγείλει για χριστιανό. Ο Διοσκορίδης αυτός είναι ο ύστερα μάρτυρας Διοσκορίδης, του οποίου η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη στις 11 Μαΐου. Οι στρατιώτες λοιπόν του ηγεμόνα έψαξαν παντού στην πόλη κι ύστερα βγήκαν και στο βουνό για να βρουν τον Διοσκορίδη. Όπως γράφει ο Απόστολος, φεύγοντας οι Άγιοι τους διώκτες των κρύβονταν «εν ερημίαις και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης», στις ερημιές και στα βουνά και στις σπηλιές και στις τρύπες της γης.

Το μαρτύριο του διωγμού δεν είναι μόνο η ταπείνωση, οι ξυλοδαρμοί, η φωτιά και τελευταία το μαχαίρι του δημίου. Είναι πριν απ’ αυτά και όλη η άλλη αγωνία και η ανασφάλεια, η περιπλάνηση στα βουνά και η ταλαιπωρία, για να προστατέψουν οι άνθρωποι τη ζωή τους, οι γονείς τα νήπια παιδιά τους και τα παιδιά τους γέροντες γονείς των. Γιατί δεν είναι θέλημα Θεού στο διωγμό οι πιστοί να μη φυλάγουν τον εαυτό τους ούτε αυτόκλητοι να παρουσιάζονται και να πηγαίνουν μόνοι τους ζητώντας το μαρτύριο.

Στο μαρτύριο οι Άγιοι δεν πηγαίνουν, αλλά το περιμένουν και το δέχονται, γιατί το μαρτύριο είναι χάρη και δωρεά του Θεού και τη χάρη δεν τήν αρπάζει ο πιστός αλλά ετοιμάζει τον εαυτό του για να την δεχθεί.

Οι άνθρωποι λοιπόν του ηγεμόνα βγήκαν στο βουνό και ζητούσαν τον Διοσκορίδη. Τότε βρήκαν το Θεμιστοκλή να βόσκει τα πρόβατα του• γιατί βοσκός ήταν ο άνθρωπος του Θεού. Τον ρώτησαν λοιπόν και τον ανέκριναν, αν είδε πουθενά ή αν ήξερε που κρύβεται ο Διοσκορίδης. Να μια πολύ δύσκολη θέση, στην οποία μπορεί να βρεθεί κανείς εκεί που δεν το περιμένει, ακόμα κι ένας βοσκός επάνω στο βουνό. Ο Θεμιστοκλής και τον Διοσκορίδη και τον τόπο που κρυβόταν ήξερε. Μα πώς να το φανέρωσει; Αυτό θα ήτανε να παραδώσει τον αθώο σε θάνατο και να γίνει ο ίδιος διώκτης της πίστεως. Η καθαρή ψυχή κι η αγαθή συνείδηση του Θεμιστοκλή έκρινε πως δεν μπορούσε να κάμει τέτοιο πράγμα.

Σε τέτοιες δύσκολες ώρες δεν χρειάζονται πολλές σκέψεις και διαλογισμοί. Ούτε και ήξερε ο Θεμιστοκλής, επάνω στο βουνό με τα πρόβατά του, να χάνεται σε τέτοια. Είπε λοιπόν στους στρατιώτες πως ούτε τον Διο¬σκορίδη είδε ούτε και που κρύβεται ξέρει. Αλλ’ αμέσως, σαν για να αντισταθμίσει το ψέμα που είπε, ομολόγησε πως κι αυτός ήταν χριστιανός. Αυτό που έκαμε ο άγιος Θεμιστοκλής μας θυμίζει την πράξη του αγίου Διονυσίου στα νεώτερα χρόνια• όταν οι στρατιώτες έφτασαν στο κελί του και ζητούσαν τον φονιά του αδελφού του, ο άγιος Διονύσιος είπε πως δεν τον είδε, κι ας ήταν αυτός που τον βοήθησε να φύγει για να μη τον συλλάβουν. Αλλά ο άγιος Θεμιστοκλής έκαμε και κάτι παραπάνω, αντί για τον Διοσκορίδη πρόδωσε τον εαυτό του.

Το δεύτερο αυτό, που έκαμε ο άγιος Θεμιστοκλής, είναι μίμηση του Ιησού Χριστού και συμμόρφωση προς τα λόγια, που είπε εκείνος• «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού»• πιο μεγάλη αγάπη απ’ αύτη δεν υπάρχει παρά να βάλει κανείς τη ζωή του για τους φίλους του. Ο άγιος Θεμιστοκλής έβαλε τη ζωή του για τον Διοσκορίδη, γιατί βέβαια, όταν ομολόγησε πως ήταν χριστιανός, ήξερε τι τον περίμενε. Οι στρατιώτες, αντί να ψάχνουν στο βουνό να βρουν το Διοσκορίδη, έπιασαν το Θεμιστοκλή και τον έφεραν στον ηγεμόνα. Εκεί ο ταπεινός βοσκός συμπλήρωσε και ολοκλήρωσε την ομολογία του. Υπεράσπισε με θάρρος και δεν αρνήθηκε την πίστη του, κι όταν τον έδειραν του πεθαμού κι όταν τον κρέμασαν κι όταν τον έσυραν γυμνό επάνω σε σιδερένια τριβόλια, ώσπου παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό.

Κι άλλη φορά το είπαμε, ότι των Αγίων τα κατορθώματα είναι όλα αξιοθαύμαστα, αλλά δεν είναι όλα αξιομίμητα. Δεν μπορούμε όλοι μας να κατορθώσουμε κάποια ξεχωριστά, που έκαμαν κάποιοι από τους Αγίους. Το μαρτύριο και η άσκηση δεν είναι ανθρώπινα κατορθώματα, αλλά της θείας χάρης, που δίνεται στον καθένα κατά την προαίρεσή του.

Και μια από τις μεγαλύτερες δωρεές της θείας χάρης στους Αγίους είναι η διάκριση. «Μείζων των αρετών η διάκρισις», λένε οι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας. Ο πραγματικά πνευματικός άνθρωπος είναι ο «ανήρ διακρίσεως», όπως διδάσκει ο αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου άγιος Γρηγόριος, ο επίσκοπος Νύσσης. Οι Άγιοι έχουν τη διάκριση, που πρώτ’ απ’ όλα είναι αγάπη, να ξέρουν πότε ακόμα και ψέμα μπορούνε να πουν. Αυτό που έκαμε ο ταπεινός βοσκός άγιος μάρτυρας Θεμιστοκλής. Αμήν.

Πηγή:  +Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου, Εικόνες Έμψυχοι, σ. 307


 

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Άγιος Λογγίνος ο Εκατόνταρχος (16 Οκτωβρίου)

 

Βιογραφία

Ο Λογγίνος καταγόταν από την Καππαδοκία και υπηρετούσε στον ρωμαϊκό στρατό, υπό τον Πόντιο Πιλάτο. Ήταν επικεφαλής της ομάδας που επιτηρούσε τον βασανισμό και τη σταύρωση του Χριστού.

Όταν του ζητήθηκε να εξετάσει αν ο Χριστός ήταν πράγματι νεκρός, ο Λογγίνος τρύπησε με τη λόγχη τα πλευρά του και απ’ την πληγή έτρεξε αίμα και νερό.

Οι σταγόνες έσταξαν στο πρόσωπο του Εκατόνταρχου και θεράπευσαν το πρόβλημα όρασης που τον ταλαιπωρούσε. Τότε, σύμφωνα με τους Ευαγγελιστές, αναφώνησε: «Αληθώς ο άνθρωπος ούτος, Υιός ήν Θεού».

Ο Λογγίνος μάρτυρας και της Ανάστασης

Ο Λογγίνος διατάχθηκε να φρουρήσει τον τάφο του Χριστού, με τους άντρες του και υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας σε άλλο ένα στιγμιότυπο που θα του έμενε αξέχαστο, την Ανάσταση. Οι Αρχιερείς δωροδόκησαν τους φρουρούς για να αποκρύψουν το συνταρακτικό γεγονός που υπονόμευε τόσο την εξουσία τους.

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Εκατόνταρχος αρνήθηκε να πει ψέματα, απέρριψε τα αργύρια των Αρχιερέων και παραιτήθηκε από τον στρατό. Βαπτίστηκε χριστιανός και επέστρεψε στην Καππαδοκία, για να μεταδώσει το μήνυμα του χριστιανισμού. Τον συντρόφευσαν κι άλλοι δύο στρατιώτες, που πίστεψαν στα θαύματα του Χριστού.

Όμως οι Ιουδαίοι Αρχιερείς δεν μπορούσαν να αφήσουν τέτοια προσβολή ατιμώρητη. Απευθύνθηκαν στον Αυτοκράτορα της Ρώμης, Τιβέριο και κατηγόρησαν τον Λόγγινο ότι πρόδωσε τη Ρώμη και τάχθηκε υπέρ του παράφρονα που αυτοαποκαλούνταν Βασιλιάς της Ιουδαίας.

Η μαρτυρία και η αγιοποίηση του Λογγίνου

Ο Τιβέριος διέταξε τον επίτροπο της περιοχής, Πόντιο Πιλάτο, να τιμωρήσει παραδειγματικά τον αποστάτη. Ο Πιλάτος έστειλε ομάδα στρατιωτών εναντίον του, οι οποίοι έφτασαν βράδυ έξω από την οικεία του πρώην Εκατόνταρχου. Δεν γνώριζαν ότι ο άντρας που στεκόταν μπροστά τους ήταν ο στόχος τους και του ζήτησαν να τους κατευθύνει προς το σπίτι του Λόγγινου. Ο οικοδεσπότης τους καλωσόρισε και τους ετοίμασε φαγητό….

Οι στρατιώτες αποκάλυψαν ότι ταξίδεψαν για να σκοτώσουν τον προδότη Λόγγινο και τους δύο συντρόφους του.

Ο Λογγίνος, ατάραχος, τους βεβαίωσε ότι θα τους έστελνε στο σπίτι που αναζητούσαν και τους προέτρεψε να μείνουν μαζί του για δύο μέρες, μέχρι να επιστρέψουν και οι άλλοι δύο στρατιώτες που έψαχναν. Οι μέρες πέρασαν, οι σύντροφοι έφτασαν και ήρθε η ώρα για την αποκάλυψη. Οι στρατιώτες έμειναν έκπληκτοι, όταν ο γενναιόδωρος οικοδεσπότης τους αποδείχθηκε πως ήταν «ο άτιμος Εκατόνταρχος που πρόδωσε τη Ρώμη».

Ακόμα περισσότερο παραξενεύτηκαν με την ειλικρίνεια του άντρα, που δεν προσπάθησε να αποφύγει το θάνατο. Του ζήτησαν το λόγο και ο Λογγίνος απάντησε ότι ανυπομονούσε να μαρτυρήσει για την πίστη του. Έτσι κι έγινε. Οι στρατιώτες με βαριά καρδιά, εκτέλεσαν τις διαταγές τους, αποκεφάλισαν τον Εκατόνταρχο και τους συντρόφους και πήγαν τα κεφάλια στον Πιλάτο, ως απόδειξη θανάτου.

Ο Πιλάτος πέταξε περιφρονητικά τα κεφάλια απ’ το παράθυρο σε μια χωματερή. Χρόνια μετά, μία τυφλή γυναίκα ξέθαψε το κεφάλι του Λόγγινου και όταν το ακούμπησε, η τύφλωσή της θεραπεύτηκε.

Ο Λογγίνος αγιοποιήθηκε και γιορτάζεται από την Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία. Σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Νικόδημου, ο Λογγίνος τιμωρήθηκε για τον τραυματισμό του Χριστού και φυλακίστηκε σε μια σπηλιά, όπου ένα λιοντάρι κατασπάραζε το κορμί του κάθε βράδυ και κάθε μέρα γιατρευόταν, για να επαναληφθεί το μαρτύριο.


Σάββατο 23 Μαΐου 2020

Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Οσίου Ιωακείμ του Ιθακήσιου (23 Μαίου)

Όσιος Ιωακείμ ο Παπουλάκης (1786-2/3/1868) | Πεμπτουσία

Ιερά Λείψανα:
Η Κάρα του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους.
Τα λοιπά Λείψανα του Αγίου βρίσκονται στο Ναό Αγίας Βαρβάρας Σταυρός Ιθάκης.

Βιογραφία
Ο Όσιος Ιωακείμ -κατά κόσμον Ιωάννης Πατρίκιος- γεννήθηκε στον οικισμό Καλύβια της Βόρειας Ιθάκης από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, τον Αγγελο και την Αγνή.

Όταν ο Ιωάννης ήταν μικρό παιδί ακόμη, πέθανε η μητέρα του. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε και η μητρυιά του μικρού Ιωάννη τον ταλαιπωρούσε και τον βασάνιζε. Ο άγιος, τα δύσκολα αυτά χρόνια, ασκήθηκε στην υπομονή και στην ταπείνωση, βρίσκοντας καταφύγιο στην προσευχή, στο απόμερο εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνος, και στην μελέτη των ιερών βιβλίων.

Στην εφηβική του ηλικία εργάζεται σα ναυτικός στο καΐκι του πατέρα του, προκαλώντας τον σεβασμό και την εκτίμηση του πληρώματος για τις σπάνιες αρετές του. Όμως, σύμφωνα με την επιθυμία της κακόβουλης μητρυιάς του, ο Ιωάννης απομακρύνεται από τη δούλεψη του πατέρα του κι αναλαμβάνει εργασία στο πλοίο του συμπατριώτη του καπεταν-Γιώργη Βρεττού-Χατζή.

Σε κάποιο από τα ταξίδια του βρίσκει καταφύγιο στο Περιβόλι της Παναγίας, στο Αγιον Όρος. Εκεί, στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, γίνεται μοναχός και παίρνει το όνομα Ιωακείμ. Με την άσκησή του, κάτω από την καθοδήγηση Αγίων Γερόντων, ξεπερνάει στην αρετή ακόμη και μεγαλύτερους απ’ αυτόν μοναχούς.

Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, ο ηγούμενος της Μονής επιλέγει τον μοναχό Ιωακείμ και τον στέλνει σαν ιεροκήρυκα στην Πελοπόννησο. Εκεί, ακούραστος, ο Αγιος διδάσκει, στηρίζει, παρηγορεί κι ενθαρρύνει τον ταλαίπωρο πληθυσμό. Επιπλέον, με το καΐκι του Κεφαλλονίτη παπα-Γιάννη Μακρή μεταφέρουν από τον Μωριά στα Επτάνησα γέρους και γυναικόπαιδα, σώζοντάς τους από τις επιδρομές του Ιμπραήμ.

Γύρω στα 1827 ο Όσιος Ιωακείμ φτάνει στη μικρή αγγλοκρατούμενη πατρίδα του Ιθάκη. Για σαρανταένα έτη δρα ακαταπόνητος μέσα στον κόσμο, την πλάνη, την αίρεση, την αμαρτία. Δέχεται τον σεβασμό αλλά και προκαλεί με την αγιότητα του βίου του την έχθρα και αντιπάθεια των Αγγλων αλλά και μερικών Ιθακησίων.

Τα ακούραστα ασκητικά πόδια του δεν σταματούν να περιφέρονται σε κάθε οικισμό, να μπαίνουν σε κάθε σπίτι, να περνούν κάθε κατώφλι του μικρού νησιού. Τ’ ασκητικά του χέρια πάντοτε ανοιχτά, συνεχώς δίνουν και δε διστάζουν να ζητιανέψουν για να προσφέρουν ανακούφιση και θαλπωρή στους απόρους και εξουθενωμένους. Τα μάτια δε σταματούν να δακρύζουν, το μέτωπο δε σταματά να ιδρώνει, τα δάχτυλα να σφίγγουν το κομποσχοίνι για τον λαό του Θεού, που υπέφερε κάτω από τη σκιά του πνευματικού θανάτου.

Τους χειμερινούς μήνες φιλοξενείται σε σπίτια ευλαβών Χριστιανών και σε μοναστηράκια του νησιού, ενώ το υπόλοιπο χρονικό διάστημα σε δάση και φαράγγια περνά τις νύχτες του προσευχόμενος. Αναφέρονται περιπτώσεις που ο Αγιος, ενώ προσευχόταν, βρισκόταν πάνω από το έδαφος, πλημμυρισμένος από ουράνιο φως.

Καταπονώντας το ασκητικό του σώμα φορά εσωτερικές μολύβδινες πλάκες δεμένες στη μέση του και μεταφέρει σε μεγάλες ανηφοριές τσουβάλια με πέτρες και βότσαλα από ερημικές παραλίες του νησιού. Παράλληλα ασκείται στην αγία ταπείνωση κάτω από το πετραχήλι του αγίου Πνευματικού του, Ιερομονάχου Αγαπίου της Ι. Μονής Ταξιαρχών Περαχωρίου.

Μεριμνά να χτιστούν ενοριακοί ναοί και με τα κηρύγματά του αναζωπυρώνει το θρησκευτικό συναίσθημα των Ιθακησίων. Ταυτόχρονα, ενθαρρύνει τους πατριώτες εναντίον της κυριαρχίας των Αγγλων, προφητεύοντας την αναίμακτη φυγή τους από το νησί.

Προικισμένος από τον Κύριο με το προορατικό και. το διορατικό χάρισμα, γίνεται ο δάσκαλος, ο σύμβουλος, ο τροφός και ο ιατρός των Ιθακησίων, ενώ ο ίδιος ζούσε σε μεγάλη εκούσια φτώχεια και ακτημοσύνη.

Σε προχωρημένη ηλικία κοιμήθηκε εν Κυρίω «εκ μαρασμού» στις 2 Μαρτίου 1868, στην οικία Παΐζη, στο Βαθύ της Ιθάκης.

Η εξόδιος ακολουθία του Αγίου ψάλθηκε στον Ι. Ναό του Αγίου Νικολάου της πόλεως, παρουσία εκατοντάδων απαρηγόρητων Χριστιανών, που θρηνούσαν για την απώλεια του προστάτη τους. Μετά το ολονύκτιο προσκύνημα, ξεκίνησε η κατανυκτική εκφορά του ιερού σκηνώματος προς τον Σταυρό, πορεία αρκετών ωρών, όπου τάφηκε -σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία- πίσω από τον Ι. Ναό της Αγίας Βαρβάρας.

Κατά τη διάρκεια της συγκινητικής πομπής προς τον Σταυρό, το ιερό λείψανο δε βράχηκε καθόλου. Με ιερό δέος οι αμέτρητοι Ιθακήσιοι που ευλαβικά ακολουθούσαν είδαν κατάπληκτποι σμήνος πουλιών να πετούν πάνω απ’ το άγιο κορμί. Αυτά ήταν τα πρώτα σημάδια της αγιότητας του Οσίου που έδειξε ο Ουρανός.

Η ζωντανή παρουσία και τα θαύματα του Οσίου Ιωακείμ συνεχίστηκαν και μετά τον σωματικό του θάνατο και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, ευεργετώντας τους Χριστιανούς που με πίστη τον επικαλούνται.

Στις 23 Μαΐου 1992 έγινε η ανακομιδή των πάνσεπτων λειψάνων του Οσίου, τα οποία ευωδιάζουν και θαυματουργούν. Το 1999 έγινε η αναγνώριση της αγιότητάς του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείᾳ χάριτι λελαμπρυσμένος
κατεφώτισας τούς ἐν σκοτίᾳ
ἀγνωσίας καί δουλώσεως πέλοντας
ταῖς διδαχῶν καί θαυμάτων ἀκτῖσι σου,
Ἰωακείμ, ἀσκητά ἐνθεώτατε·
γόνε πάντιμε Ἰθάκης, Χριστόν ἱκέτευε
δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

 Ερμηνεία:
Λαμπερός ο ίδιος από την Θεία Χάρη, γέμισες με φως όσους βρίσκονταν μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας και της δουλείας με τις ακτίνες των διδαχών και των θαυμάτων σου, θεόπνευστε ασκητή Ιωακείμ. Εσύ που είσαι πολύτιμο γέννημα της Ιθάκης ικέτευε τον Χριστό να μας δωρίσει το πολύ έλεός του.)

Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

Όσιος Θεόδωρος ο Ηγιασμένος (16 Μαίου)

Γεωργία Λέλλου: Ο άγιος Θεόδωρος ο Ηγιασμένος | Γεωργία

Βιογραφία
Τα πλούτη των γονέων του δε στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν τον Ιερό πόθο του Θεοδώρου να γίνει μαθητής του μεγάλου αθλητή της ερήμου Παχωμίου. Αν και νεαρός στην ηλικία, είχε αξιοθαύμαστη εγκράτεια και φρόνηση, ώστε ο Παχώμιος να τον έχει σε μεγάλη υπόληψη. Εκείνο, όμως, που διέκρινε κανείς ιδιαίτερα στο Θεόδωρο, ήταν οι πολλές του γνώσεις στα Ιερά γράμματα. Ήταν δεινός μελετητής της Αγίας Γραφής, καθώς και παλαιοτέρων συγγραμμάτων σοφών Πατέρων. Ο Παχώμιος, βλέποντας την ικανότητα του Θεοδώρου, ότι ήταν «δυνατός εν ταις γραφαίς»" (Πράξεις των Αποστόλων,ιη' 24), δηλαδή, δυνατός στή γνώση και την ερμηνεία των Γραφών, όρισε να διδάσκει τους υπόλοιπους αδελφούς του μοναστηριού. Στην αρχή μερικοί από αυτούς αντέδρασαν, διότι δεν ήθελαν να τους μορφώνει ένα παιδί, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν. Η ικανότητα, όμως, του Θεοδώρου, θεμελιωμένη σε ταπεινό φρόνημα, κατάφερε να πείσει όλη την αδελφότητα να τον ακούει πρόθυμα. Μάλιστα, μετά από χρόνια, ομόφωνα τον εξέλεξαν ηγούμενο της Μονής, και πάντα τους υπενθύμιζε το θεόπνευστο λόγο της Αγίας Γραφής, «ταις έντολάς αυτού μελέτα δια παντός. Και ή επιθυμία της σοφίας σου δοθήσεταί σοι» (Σοφία Σειράχ, στ' 37). Δηλαδή, τις εντολές του Κυρίου να μελετάς πάντοτε και η σοφία που επιθυμείς, θα σου δοθεί. Το Μάϊο του 367 πέθανε, και δίκαια του δόθηκε ο τιμητικός τίτλος του ηγιασμένου.


Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δῶρον πέφηνας, ἁγιωσύνης, τὸν πανάγιον, δοξάσας Λόγον, ἠγιασμένε θεόφρον Θεόδωρε, ὅθεν βλυστάνεις ἐκ θείας χρηστότητας, ἁγιασμὸν ἀληθῆ τοὶς βοώσι σοι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Όσιος Αχίλλιος Επίσκοπος Λαρίσης (15 Μαίου)

Άγιος Αχίλλειος Λαρίσης ο Θαυματουργός

Πολιούχος:
Λάρισα

Ιερά Λείψανα:
Τα Λείψανα του Αγίου βρίσκονται στον ομώνυμο Μητροπολιτικό Ναό Λαρίσης.

Βιογραφία
Ο Όσιος Αχίλλιος καταγόταν από την Καππαδοκία και έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306 - 337 μ.Χ.). Ο νεανικός του πόθος, τον έφερε στους άγιους Τόπους και κατόπιν στη Ρώμη. Εκεί επιδόθηκε στο Ιερό έργο του Ιεροκήρυκα, διδάσκοντας ακατάπαυστα το θείο λόγο σε πόλεις και χωριά, αψηφώντας ανάγκες, βρισιές, διωγμούς και ταλαιπωρίες. Οι μεγάλες και σπουδαίες υπηρεσίες του, τον ανέδειξαν επίσκοπο Λαρίσης.

Από τη νέα του θέση ο Αχίλλιος, υπήρξε ο πνευματικός αρχηγός και διδάσκαλος, αυτός που έλεγε και έπραττε. Κήρυττε κάθε μέρα, βοηθούσε τις χήρες, προστάτευε τα ορφανά, ανακούφιζε τους φτωχούς, υπεράσπιζε τους αδικημένους, ήταν ο άγρυπνος φύλακας και φρουρός της παρακαταθήκης της πίστεως και του ποιμνίου πού του εμπιστεύτηκαν.

Ο Αχίλλιος διακρίθηκε και στην Α' Οικουμενική σύνοδο που έγινε το 325 μ.Χ. στη Νίκαια, εναντίον του Αρείου. Και τότε ο Μέγας Κωνσταντίνος, εκτιμώντας τις αρετές του, του έδωσε μεγάλη χρηματική δωρεά την οποία, όταν ο Αχίλλιος επέστρεψε στη Λάρισα, διέθεσε για να κτίσει ναούς και για τη μέριμνα των ασθενών και των φτωχών.

Όταν προαισθάνθηκε το θάνατο του, κάλεσε κοντά του όλους τους Ιερείς της επισκοπής του και τους έδωσε πατρικές συμβουλές για τα καθήκοντα τους.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Λαρίσης σὲ πρόεδρον, καὶ πολιοῦχον λαμπρόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν ὡς Ἱεράρχην σοφόν, παμμάκαρ Ἀχίλλιε, σὺ γὰρ τὸ τῆς Τριάδος, ὁμοούσιον κράτος, θαύμασι τε καὶ λόγοις, κατετράνωσας κόσμω. Ἣν πάτερ ἐξευμενίζου, τοὶς σὲ γεραίρουσι.

Όσιος Παχώμιος ο Μέγας (15 Μαίου)

Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Όσιος Παχώμιος ο Μέγας

Ιερά Λείψανα:
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου φυλάσσονται στις Μονές Μεγ. Λαύρας Αγίου Όρους και Αγίας Τριάδος Εξαμιλίων Κορινθίας και στο Παρεκκλήσιο Οσίας Ξένης της Ρωσίδος Μάνδρας Αττικής.

Βιογραφία
Ο Όσιος Παχώμιος γεννήθηκε το 292 μ.Χ στην Κάτω Θηβαΐδα της Αίγυπτου από γονείς ειδωλολάτρες και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306 - 337 μ.Χ.). Στο στρατό, στον οποίο κατετάγη σε ηλικία 20 ετών, γνωρίσθηκε με Χριστιανούς στρατιώτες και διδάχθηκε από αυτούς τα της Χριστιανικής πίστεως. Όταν δεν απολύθηκε από τις τάξεις του στρατού, εγκατέλειψε τον κόσμο και αφού μετέβη στην Ανω Θηβαΐδα, βαπτίσθηκε και εκάρη μοναχός.

Επιθυμώντας μεγαλύτερη ησυχία, για να αφοσιωθεί στην ερημική ζωή και την άσκηση, κατέφυγε στην έρημο και ετέθη υπό την πνευματική καθοδήγηση του περίφημου ησυχαστού Παλάμονος (τιμάται 12 Αυγούστου), του οποίου έγινε τέλειος μιμητής.

Μετά την κοίμηση του πνευματικού του πατέρα, περί το 320 μ.Χ., κατέφυγε σε έρημο νησίδα του Νείλου, τη νήσο Ταβέννη της Ανω Θηβαΐδας, όπου βοηθούμενος και από τον ασπασθέντα το μοναχικό σχήμα αδελφό του Ιωάννη, ίδρυσε μικρή μονή.

Η φήμη της αγιότητας και της συνέσεώς του είλκυσε πολλούς μοναχούς, εξ αιτίας δε τούτου ολοένα και μεγάλωνε τη μονή του, ώστε σε διάστημα λίγων ετών αυτή να αριθμεί περισσότερους από 14.000 μοναχούς. Έτσι ο Όσιος Παχώμιος έγινε ένας από τους μεγάλους οικιστές και ασκητές της ερήμου.

Ο Όσιος Παχώμιος θεωρείται θεμελιωτής της κοινοβιακής οργανώσεως των ασκητών. Όπως φαίνεται από την Λαυσαϊκή Ιστορία, βιβλίο που έγραψε ο Παλλάδιος περί το 420 μ.Χ., οι μοναχοί του Παχωμίου, που ονομάζονταν Ταβεννησιώτες, ζούσαν ανά τρεις σε μικρά οικήματα. Ο Όσιος Παχώμιος επέβαλε στους μοναχούς κοινή προσευχή κάθε πρωί και βράδυ (συνολικά βέβαια οι μοναχοί προσεύχονταν, σύμφωνα με τον Κανόνα, δώδεκα φορές την ημέρα και δώδεκα τη νύχτα), κοινή εργασία, κοινά έσοδα, κοινές δαπάνες, κοινά γεύματα και ομοιόμορφη ενδυμασία. Τα γεύματά τους αποτελούνταν από φυτικές τροφές και τυρί. Κατ' αυτά οι μοναχοί δεν μιλούσαν μεταξύ τους, και γι αυτό συνεννοούνταν με νεύματα. Κάλυπταν δε τα πρόσωπά τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να βλέπουν μόνο την τράπεζα. Η ομοιόμορφη στολή τους αποτελείτο από τα εξής ενδύματα: λινό χιτώνα (« λεβιτωνάριο »), που έφθανε λίγο κάτω από τα γόνατα και ζωνόταν με ζώνη, λευκό μάλλινο ένδυμα αιγός ή προβάτου («μηλωτή»), επίσης ζωσμένο, που έφθανε έως τα γόνατα και είχε την μαλλοφόρο όψη προς τα έξω, κωνοειδές κουκούλιο, που στο πίσω μέρος έφθανε μέχρι τους ώμους και μικρό λινό ωμοφόριο (« μαφόριον » ή « μαφόριτιον ») που κάλυπτε συνήθως τον αυχένα και τους ώμους. Υποδήματα σπανίως χρησιμοποιούσαν.

Οι Ταβεννησιώτες μοναχοί εκοιμούντο καθήμενοι και κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων κάθε Σάββατο και Κυριακή. Διαιρούνταν σε είκοσι τέσσερα τάγματα, καθένα από τα οποία χαρακτηριζόταν με ένα γράμμα της αλφαβήτου, ανάλογα με την κατάσταση και τον τρόπο συμπεριφοράς εκείνων που το αποτελούσαν.

Πνεύμα οργανωτικό και απαράμιλλος στην καθοδήγηση και την διακυβέρνηση προσώπων και πραγμάτων, κατόρθωσε να διατηρήσει μεταξύ του πλήθους της περί αυτόν αδελφότητας πειθαρχία και αγάπη, φροντίζοντας ως φιλόστοργος πατέρας για τις πνευματικές και υλικές τους ανάγκες, δια δε των σοφών συμβουλών του και του παραδείγματός του να τους ενθαρρύνει στον αγώνα προς την αγιότητα. Λόγω της θεοσέβειας και της θεοφιλούς του δράσεως ο Όσιος Παχώμιος επροικίσθηκε από τον Θεό δια της χάριτος της θαυματουργίας και επιτέλεσε πλείστα όσα θαύματα.

Το 348 μ.Χ. περιποιούμενος ο ίδιος τους μοναχούς που ασθένησαν από πανώλη, αρρώστησε και ο ίδιος και μετά από λίγο απέθανε. Τον Όσιο Παχώμιο διαδέχθηκε στην ηγουμενία ο Όσιος Θεόδωρος ο Ηγιασμένος (τιμάται 16 Μαΐου).


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγελάρχης ἐδείχθης τοῦ Ἀρχιποιμένος, Μοναστῶν τᾶς ἀγέλας Πάτερ Παχώμιε, πρὸς τὴν μάνδραν ὁδηγῶν τὴν ἐπουράνιον, καὶ τὸ πρέπον ἀσκηταίς, ἐκεῖθεν σχῆμα μυηθεῖς, καὶ τοῦτο πάλιν μυήσας, νῦν δὲ σὺν τούτοις ἀγάλλη, καὶ συγχορεύεις ἐν οὐρανίαις σκηναίς.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Άγιος Ισίδωρος που μαρτύρησε στη Χίο (14 Μαίου)

Ο Άγιος Ισίδωρος πολιούχος Χίου τιμάται στις 14 Μαΐου - ΕΚΚΛΗΣΙΑ ...

Ιερά Λείψανα:
Η Κάρα και μεγαλύτερο μέρος των Λειψάνων του Αγίου βρίσκονται στο ομώνυμο Παρεκκλήσιο του ρωμαιοκαθολικού Καθεδρικού Ναού Αγίου Μάρκου Βενετίας.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στη Μητρόπολη Χίου και στη Μονή Φιλοθέου Αγίου Όρους.

Βιογραφία
Ο Άγιος Ισίδωρος ήταν ναύτης του βασιλικού στόλου, στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, και καταγόταν από την Αλεξάνδρεια.

Κάποια μέρα που η μοίρα του στόλου ήταν αγκυροβολημένη στη Χίο, καταγγέλθηκε από τον κεντυρίων Ιούλιο στο Ναύαρχο Νουμέριο ότι ο Ισίδωρος είναι χριστιανός. Ο Νουμέριος δεν άργησε να ακούσει το ίδιο και από τον ίδιο τον Ισίδωρο, όταν τον προσκάλεσε να ομολογήσει. Τότε τον έδειραν σκληρά και κατόπιν τον έριξαν στη φυλακή.

Ο πατέρας του μόλις έμαθε το γεγονός αυτό, αμέσως κίνησε για τη Χίο, πολύ στενοχωρημένος, διότι ο γιος του εγκατέλειψε την πατροπαράδοτη ειδωλολατρική θρησκεία. Όταν έφθασε στη Χίο, δε δυσκολεύτηκε να δει το γιο του. Ο Ισίδωρος, μόλις αντίκρισε τον πατέρα του, με πολλή ευλάβεια και στοργή τον ασπάσθηκε συγκινημένος. Το ίδιο έκανε και ο πατέρας του, αλλά δεν άργησε να εκφράσει και τη θλίψη του γι' αυτόν. Ο Ισίδωρος του είπε ότι μάλλον έπρεπε να χαίρεται, διότι είδε το φως που προσφέρει ο Ιησούς Χριστός. Ο πατέρας του τον παρακάλεσε θερμά να επιστρέψει στην ειδωλολατρία, αλλά ο Ισίδωρος έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του. Τότε, οργισμένος αυτός, τον καταράστηκε και παρότρυνε το Νουμέριο να τον θανατώσει το συντομότερο. Και πράγματι, ο Ισίδωρος μετά από διάφορα βασανιστήρια αποκεφαλίσθηκε. Έτσι, επαληθεύεται ο λόγος του Κυρίου, ότι «παραδώσει εἰς θάνατον πατὴρ τέκνον» (Ματθαίου Ι' 21). Δε θα είναι, δηλαδή, μόνο οι ξένοι εναντίον των αγωνιζομένων χριστιανών, αλλά και οι άνθρωποι του σπιτιού τους. Και θα παραδώσει στο θάνατο ο άπιστος πατέρας το πιστό παιδί του.

Το σεπτό λείψανό του το έριξαν σε φαράγγι, για να τον καταφάγουν τα όρνεα, λίγοι δε στρατιώτες φύλαγαν εκεί, μην τυχόν έλθουν οι Χριστιανοί και παραλάβουν το σώμα. Όμως, μία Χριστιανή, ονόματι Μυρόπη (βλέπε 2 Δεκεμβρίου), ήλθε τη νύχτα και με την βοήθεια δύο υπηρετριών, την ώρα που οι στρατιώτες είχαν πέσει και ησύχαζαν, παρέλαβε το ιερό λείψανο, το οποίο ενταφίασε. Την επομένη, ο Νουμέριος πληροφορήθηκε ότι το λείψανο του Μάρτυρος είχε αρπαχθεί. Υπέθεσε ότι οι στρατιώτες δελεάστηκαν με χρήματα και δώρα και επέτρεψαν στους Χριστιανούς να παραλάβουν το σώμα του Αγίου. Γι' αυτό τους φυλάκισε, ενώ παράλληλα κυκλοφόρησε την είδηση ότι θα τους φονεύσει , αν δεν του πουν σε ποιον παρέδωσαν το λείψανο. Η Μυρόπη έκρινε ότι θα ήταν άδικο να εκτελεσθούν οι στρατιώτες. Γι' αυτό παρουσιάσθηκε στον Νουμέριο και του δήλωσε την αλήθεια. Εκείνος έδωσε εντολή να την φυλακίσουν. Μετά το μαρτύριό της, οι Χριστιανοί έθαψαν με ευλάβεια το λείψανο της Παρθενομάρτυρος κοντά στον τάφο, όπου προηγουμένως αυτή είχε αποθέσει αυτό του Αγίου Ισιδώρου.

Η ύπαρξη των Λειψάνων του Αγίου Ισιδώρου στη Χίο, μαρτυρείται ήδη κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. από τον αγιολόγο Γρηγόριο Τουρώνη. Προηγουμένως, τον 5ο αιώνα μ.Χ., ο Άγιος Μαρκιανός, Οικονόμος της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης (βλέπε 10 Ιανουαρίου), είχε μεταφέρει στη Βασιλεύουσα την Κάρα και μέρος των Λειψάνων του Μάρτυρος, τα οποία κατέθεσε σε παρεκκλήσιο του Ναού της Παναγίας στο Πέραν. Τα υπόλοιπα Λείψανα του Μάρτυρος αφαιρέθηκαν από την Χίο το 1125 μ.Χ., με την βοήθεια του Βενετικού Στόλου, από τον Ελληνόφωνο Λατίνο Κληρικό Cebrano Cebrani, με την ευκαιρία στρατιωτικής αποστολής στην Ανατολή του Δόγη Δομηνίκου Michiel. Την 1η Μαΐου 1356 μ.Χ. τα Λείψανα του Μάρτυρος κατατέθηκαν σε Παρεκκλήσιο προς τιμήν του, μέσα στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μάρκου.

Την 17η Σεπτεμβρίου 1626 μ.Χ. η Κάρα του Αγίου κλάπηκε από την Τουρκοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη με την βοήθεια ντόπιου Χριστιανού, ο οποίος πληρώθηκε αδρότατα από τις Βενετικές Αρχές. Η Κάρα έφθασε στη Βενετία την 1η Μαρτίου 1627 μ.Χ. και κατατέθηκε στο Θησαυρό του Αγίου Μάρκου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Αγία Γλυκερία (13 Μαίου)

Η Αγία Γλυκερία και το σφράγισμα του Αντίχριστου († 13 Μαΐου ...

Πολιούχος:
Γαλάτσι Αττικής

Βιογραφία
Η Αγία Γλυκερία γεννήθηκε στην Τραϊανούπολη το 2ον μ.Χ. αι., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138 - 161 μ.Χ.). Ο πατέρας της ονομαζόταν Μακάριος και είχε διατελέσει ύπατος. Σε μικρή ηλικία, ασπάσθηκε το Χριστιανισμό και ανέπτυξε έντονη χριστιανική και κατηχητική δράση.

Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο ηγεμόνας Σαββίνος, την κάλεσε να παρουσιασθεί μπροστά του. Με μεγάλη προθυμία η Αγία εμφανίσθηκε σ' εκείνον, έχοντας σημειώσει στο μέτωπό της τον Τίμιο Σταυρό και δεν δίστασε να ομολογήσει με παρρησία και σθένος την πίστη της στο Σωτήρα και Λυτρωτή Ιησού Χριστό. Εκείνος έξαλλος την οδήγησε με τη βία στον ειδωλολατρικό ναό για να προσευχηθεί και να θυσιάσει στο είδωλα. Εκεί η Γλυκερία αφού προσευχήθηκε θερμά, συνέτριψε το άγαλμα του Δία. Εξοργισμένοι οι ειδωλολάτρες, την έσυραν έξω και τη λιθοβόλησαν με μανία. Όμως ούτε μία πέτρα δεν άγγιξε την Αγία, με αποτέλεσμα πολλοί να πιστεύσουν στο Χριστό. Στη συνέχεια, αφού υπέστη διάφορα βασανιστήρια ρίχθηκε στη φυλακή, όπου κατήχησε και έφερε στη χριστιανική πίστη το δεσμοφύλακά της Λαοδίκιο, ο οποίος εν συνεχεία ομολόγησε με θάρρος την πίστη του και μαρτύρησε για το Χριστό. Αμετάπειστος ο τύραννος, διέταξε να βασανίσουν εκ νέου τη Γλυκερία και έπειτα να τη ρίξουν στο άγρια θηρία. Όμως και εκείνα την σεβάστηκαν, αν και ένα εξ' αυτών τη δάγκωσε με αποτέλεσμα η Αγία να παραδώσει σε ολίγες ημέρες το πνεύμα της στον αθλοθέτη Κύριο.

Το ιερό λείψανό της παρέλαβε ο Επίσκοπος της Ηρακλείας Δομίτιος και το τοποθέτησε σε ευπρεπή τόπο κοντά στην πόλη. Μαρτυρώνται δε πολλά θαύματα, ιάσεων και θεραπείες δαιμονισμένων, τα οποία επιτελούσε η Αγία σε όσους με πίστη κατέφευγαν να προσκυνήσουν το Ιερό λείψανό της.

Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καλλιπάρθενον, Χριστοῦ τιμήσωμεν, τὴν ἀριστεύσασαν πόνοις ἀθλήσεως, καὶ ἀσθενείᾳ τῆς σαρκός, τὸν ὄφιν καταβαλοῦσαν· πόθω γὰρ τοῦ Κτίσαντος, τῶν βασάνων τὴν ἔφοδον, παρ’ οὐδὲν ἡγήσατο, καὶ θεόθεν δεδόξασται· πρὸς ἣν ἀναβοήσωμεν πάντες, χαίροις θεόφρον Γλυκερία.

Μεσοπεντηκοστή (13 Μαίου)

Μεσοπεντηκοστή | Πεμπτουσία

Βιογραφία
Την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μας μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Τα βυζαντινά χρόνια, η εορτή της Μεσοπεντηκοστής ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν κατ’ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού. Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει την Έκθεση της Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου για να δει το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 μ.Χ. στον ναό του Αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (11 Μαΐου 903 μ.Χ.). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτωρ το πρωί της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του ξεκινούσε από το ιερό παλάτι για να μεταβεί στον ναό του αγίου Μωκίου, όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία. Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλεύς και πατριάρχης εισήρχοντο επισήμως στον ναό. Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο έπαιρνε μέρος και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλεύς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εἰς πολλούς καί ἀγαθούς χρόνους ὁ Θεός ἀγάγει τήν βασιλείαν ὑμῶν» και με πολλούς ενδιαμέσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερό παλάτι.

Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σαν μία μεγάλη δεσποτική εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του Θεοφάνους και του Ανδρέου Κρήτης, με τα αναγνώσματά της και την επίδραση της στις προ και μετά από αυτήν Κυριακές και με την παράταση του εορτασμού της επί οκτώ ημέρες κατά τον τύπο των μεγάλων εορτών του εκκλησιαστικού έτους.

Ποιό όμως είναι το θέμα της ιδιορρύθμου αυτής εορτής; Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό. Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής ημέρα. Σημειώνει το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτάσιμων ημερών. Είναι δηλαδή ένας σταθμός, μία τομή. Ωραία το τοποθετεί το πρώτο τροπάριο του εσπερινού της εορτής:

«Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν,
τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως
Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων,
καί λάμπει τάς λαμπρότητας
ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα
καί ἑνοῦσα τάς δύο
καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα
τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».


Χωρίς δηλαδή να έχει δικό της θέμα η ημέρα αυτή συνδυάζει τα θέματα, του Πάσχα αφ’ ενός και της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος αφ’ ετέρου, και «προφαίνει» την δόξα της αναλήψεως του Κυρίου, που θα εορτασθεί μετά από 15 ημέρες. Ακριβώς δε αυτό το μέσον των δύο μεγάλων εορτών έφερνε στο νου και ένα εβραϊκό επίθετο του Κυρίου, το «Μεσσίας». Μεσσίας στα ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Αλλά ηχητικά θυμίζει το μέσον. Έτσι και στα τροπάρια και στο συναξάρι της ημέρας η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιασθεί ο Χριστός σαν Μεσσίας - μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης καί διαλλάκτης ἡμῶν καί τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διά ταύτην τήν αἰτίαν τήν παροῦσαν ἑορτήν ἑορτάζοντες καί Μεσοπεντηκοστήν ὀνομάζοντες τόν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο συναξάρι. Σ’ αυτό βοήθησε και η ευαγγελική περικοπή, που εξελέγη για την ημέρα αυτή (Ιω. 7, 14-30). Μεσούσης της εορτής του Ιουδαϊκού Πάσχα ο Χριστός ανεβαίνει στο ιερό και διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και ζωηρά αντιδικία μεταξύ αυτού και του λαού και των διδασκάλων. Είναι Μεσσίας ο Ιησούς η δεν είναι; Είναι η διδασκαλία του Ιησού εκ Θεού ή δεν είναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι διδάσκαλος. Αυτός που ενώ δεν έμαθε γράμματα κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, γιατί είναι η Σοφία του Θεού η κατασκευάσασα τον κόσμο. Ακριβώς από αυτόν τον διάλογο εμπνέεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της εορτής. Εκείνος που διδάσκει στον ναό, στο μέσον των διδασκάλων του Ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της εορτής, είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς του λαού Του είναι η του Θεού Σοφία. Εκλέγομε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τροπάρια, το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού του πλ. δ’ ήχου:

«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,
ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι·
Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς;
ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία
ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον.
Δόξα σοι».


Λίγες σειρές πιο κάτω στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου, αμέσως μετά την περικοπή που περιλαμβάνει τον διάλογο του Κυρίου με τους Ιουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», έρχεται ένας παρόμοιος διάλογος, που έλαβε χώρα μεταξύ Χριστού και των Ιουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδή κατά την Πεντηκοστή. Αυτός αρχίζει με μία μεγαλήγορο φράση του Κυρίου.« Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ιω. 7, 37-38). Και σχολιάζει ο Ευαγγελιστής.« Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ιω. 7, 39). Δεν έχει σημασία ότι οι λόγοι αυτοί του Κυρίου δεν ελέχθησαν κατά την Μεσοπεντηκοστή, αλλά λίγες ημέρες αργότερα. Ποιητική αδεία μπήκαν στο στόμα του Κυρίου στην ομιλία Του κατά την Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν εξ’ άλλου τόσο πολύ με το θέμα της εορτής. Δεν μπορούσε να βρεθεί πιο παραστατική εικόνα για να δειχθεί ο χαρακτήρας του διδακτικού έργου του Χριστού. Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος η διδασκαλία του Κυρίου ήλθε σαν ύδωρ ζων, σαν ποταμός χάριτος που δρόσισε το πρόσωπο της γης. Ο Χριστός είναι η πηγή της χάριτος, του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον, που ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες από βασανιστική δίψα ψυχές των ανθρώπων. Που μεταβάλλει τους πίνοντας σε πηγές.« Ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ιω. 7, 38). «Καί γενήσεται αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον», εἶπε στήν Σαμαρείτιδα» (Ιω. 4, 14). Που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών δένδρων φυτεμένων παρά τας διεξόδους των υδάτων του αγίου Πνεύματος. Το γόνιμο αυτό θέμα έδωσε νέες αφορμές στην εκκλησιαστική ποίηση και στόλισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής με εξαίρετους ύμνους. Διαλέγομε τρεις, τους πιο χαρακτηριστικούς: Το κάθισμα του πλ. δ’ ήχου προς το «Τήν Σοφίαν καί Λόγον», που ψάλλεται μετά την γ’ ωδή του κανόνος στην ακολουθία του όρθρου:

«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς
ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ,
καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι
σωτηρίας τά νάματα·
τόν γάρ θεῖον νόμον σου
δεχόμενος ἄνθρωπος,
ἐν αὐτῷ σβεννύει
τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας.
Ὅθεν εἰς αἰῶνας
οὐ διψήσει, οὐ λήξει
τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε.
Διά τοῦτο δοξάζομεν
τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός,
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι
καταπέμψαι πλουσίως
τοῖς δούλοις σου».


Το απολυτίκιο και το κοντάκιο της εορτής, το πρώτο του πλ. δ’ και το δεύτερο του δ’ ήχου:

«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διψῶσάν μου τήν ψυχήν
εὐσεβείας πότισον νάματα·
ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας·
Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.
Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».

«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης
ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης
πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός·
Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν·
Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν,
σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».


Και τέλος το απαράμιλλο εξαποστειλάριο της εορτής:

«Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων
τῶν ἀκενώτων δωρεῶν,
δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν·
ὅτι συνέχομαι δίψῃ,
εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».


Αυτή με λίγα λόγια είναι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Η έλλειψη ιστορικού υποβάθρου της στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο. Και το εντελώς θεωρητικό της θέμα δεν βοήθησε τους χριστιανούς, που δεν είχαν τις απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν την επιφάνεια και να εισδύσουν στην πανηγυριζόμενη δόξα του διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας και Λόγου του Θεού, της πηγής του ακενώτου ύδατος. Συνέβη με αυτή κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη με τους περίφημους ναούς της του Θεού Σοφίας, που αντί να τιμώνται στο όνομα του Χριστού ως Σοφίας του Θεού, προς τιμήν του οποίου ανεγέρθησαν, κατήντησαν, για τους ιδίους λόγους, να πανηγυρίζουν στην εορτή της Πεντηκοστής η του αγίου Πνεύματος η της αγίας Τριάδος η των Εισοδίων η της Κοιμήσεως της Θεοτόκου η και αυτής της μάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων της Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’.
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός· Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν, σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν.

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Άγιος Γερμανός Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (12 Μαίου)

Ο άγιος Γερμανός αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως

Βιογραφία
Ο Άγιος Γερμανός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 640 μ.Χ. Πατέρας του ήταν ο πατρίκιος Ιουστινιανός, που τον ανέθρεψε με μεγάλη ευσέβεια. Είκοσι χρονών έμεινε ορφανός από πατέρα, τον όποιο σκότωσε ο Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος (668 - 685 μ.Χ.), αφού τον συμπεριέλαβε μεταξύ αυτών που σκότωσαν τον πατέρα του. Τον Γερμανό αφού τον ευνούχισε, τον κατέταξε στον κλήρο της Εκκλησίας.

Αυτός, φημισμένος για την αρετή, τη μόρφωση και την αγιότητα της ζωής του, εκλέχθηκε μητροπολίτης Κυζίκου, στο 37ο έτος της ηλικίας του. Αργότερα όταν χήρεψε ο πατριαρχικός θρόνος, με τη γνώμη του βασιλιά Αναστασίου και την ψήφο της συγκλήτου, του κλήρου και του λάου, ανέβηκε στον οικουμενικό θρόνο (715 μ.Χ.).

Από τη θέση αυτή, αφιέρωσε όλες του τις πνευματικές και ηθικές δυνάμεις, διδάσκοντας και νουθετώντας με τα συνεχή κηρύγματα του το λαό. Κατόπιν, όταν ο εικονομάχος αυτοκράτορας Λέων ο Ίσαυρος, του είπε να συμμορφωθεί με τα ασεβή διατάγματα του, αυτός όχι μόνο δεν υπάκουσε, αλλά παρότρυνε και το λαό σε αντίσταση. Αναγκάστηκε έτσι να παραιτηθεί, αφού κατέθεσε το ωμοφόριό του πάνω στην αγία Τράπεζα.

Αποσύρθηκε σ' ένα πατρικό του κτήμα, το Πλατάνια, και μετά από σύντομη αρρώστια, πέθανε σε ηλικία 100 ετών στις 12 Μαΐου το 740 μ.Χ. Η ταφή του έγινε στη Μονή της Χώρας.

Ενώ αρχικά καθαιρέθηκε και αναθεματίσθηκε από τη ψευδοσύνοδο της Ιερείας το 754 μ.Χ., στην συνέχεια δικαιώθηκε και εξυμνήθηκε από την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο το 787 μ.Χ., η οποία καταδίκασε τους εικονομάχους και αναστήλωσε τις ιερές εικόνες. Επί της Πατριαρχίας του Αγίου, όταν το 718 μ.Χ. διασώθηκε η Κωνσταντινούπολη από βαρβαρική επιδρομή, συμπληρώθηκε από τον Άγιο Ανδρέα Κρήτης ο Ακάθιστος Ύμνος.

Ο Άγιος Γερμανός κατέλιπε αξιόλογο υμνογραφικό και συγγραφικό έργο, δυστυχώς όμως τα περισσότερα έργα του κατακάηκαν με διαταγή του Λέοντος. Περισώθηκαν δε από μεν τους ύμνους, 104 Στιχηρά και 22 Κανόνες, από δε τα συγγράμματά του τα εξής: α) «Περί αιρέσεων και Συνόδων», β) «Τρεις δογματικαί επιστολαί επί των εικονομάχων» (προς Ιωάννην, Επίσκοπον Συνάδων, προς Κωνσταντίνον, Επίσκοπον Νακαλείας, και προς Θωμάν, Επίσκοπον Κλαυδιουπόλεως), γ) «Οκτώ λόγοι» (δύο στην προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού κατά την ημέρα της Σταυροπροσκυνήσεως και την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου, δύο στα Εισόδια της Θεοτόκου, τρεις στην Κοίμηση της Θεοτόκου και ένας στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου), δ)»Ομιλία» (στα εγκαίνια του ναού της Θεοτόκου και τα άγια σπάργανα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού).

Η Σύναξη του Αγίου Γερμανού ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντα.
Ξυνωρίδα τῆς θείας Ἐκκλησίας τᾶς σάλπιγγας, Γερμανὸν σοφὸν Ἱεράρχην, καὶ κλεινὸν Ἐπιφάνιον, τιμήσωμεν προφρόνως οἱ πιστοί, τὸν μὲν ὡς ἐν φρονήματι στερρῶ ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ εἰκόνος, τὸν θεομάχον Λέοντα ἐλέγξαντα, ὡς μάστιγα δὲ αἱρέσεων δεινήν, τὸν ἅγιον Ἐπιφάνιον, Οὗτοι γὰρ ἐκτενῶς ὑπὲρ ἠμῶν, ἀεὶ πρεσβεύουσι.

Άγιος Επιφάνιος Επίσκοπος Κωνσταντίας και Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (12 Μαίου)

Άγιος Επιφάνιος επίσκοπος Κύπρου | Άγιος Επιφάνιος επίσκοπος… | Flickr

Ιερά Λείψανα:
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Ιβήρων Αγίου Όρους και Κύκκου Κύπρου.

Βιογραφία
Ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε από πάμπτωχη οικογένεια Ιουδαίων αγροτών, στο χωρίο Βησανδούκη (ή Βησανδούκ), κοντά στην Ελευθερούπολη της Παλαιστίνης το 310 μ.Χ. (Κυπριακή λαϊκή παράδοση αναφέρει, πως ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε στον Καλοπαναγιώτη της Κύπρου, ένα χωριό της Μαραθάσας και μεγάλωσε στη Βησανδούκη). Οι γονείς του είχαν ακόμη ένα παιδί, την Καλλίτροπο.

Μετά το θάνατο των γονέων του και σε ηλικία δέκα ετών, ο Επιφάνιος προσελκύεται στο χριστιανισμό από δύο περίφημους για τις γνώσεις και τον ασκητισμό μοναχούς, το Λουκιανό και τον Ιλαρίωνα. Επτά μέρες ύστερα από το βάπτισμα του, ο Επιφάνιος τακτοποίησε την αδελφή του σ' ένα γυναικείο μοναστήρι κι έφυγε για την έρημο της Παλαιστίνης. Εκεί ζει κοντά στους επιφανέστερους ασκητές, ασκούμενος στην εγκράτεια, την άσκηση και στη μελέτη των Θείων Γραφών, γενόμενος υπόδειγμα για τους συνασκητές του. Η φήμη του και οι αρετές του δεν άργησαν να διαδοθούν και αναδείχθηκε επίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου το 367 μ.Χ., στην οποία κατέφυγε με θαυματουργικό τρόπο, όταν το πλοίο του, που επέπλεε προς την Παλαιστίνη, λόγω τρικυμίας, έφθασε στην Κύπρο. (Η Κωνσταντία ονομαζόταν αρχικά Σαλαμίνα. Η πόλη κτίστηκε από τον ήρωα του Τρωικού πολέμου Τεύκρο, τον γιο του Τελαμώνα, προς τιμή της πατρίδας του Σαλαμίνας και καταστράφηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ. από σεισμό. Η πόλη ξανακτίστηκε από τον γιο του Μέγα Κωνσταντίνου, τον Κωνστάντιο κι ονομάστηκε Κωνσταντία. Έγινε έδρα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, όταν η Κύπρος είχε 14 επισκόπους κι έμεινε τέτοια μέχρι το 1191 μ.Χ., που η Κύπρος κατακτήθηκε απ' τους Φράγκους. Σήμερα έδρα του Αρχιεπισκόπου είναι η Λευκωσία).

Από τη θέση αυτή, ο Άγιος άρχισε τον ευαγγελισμό του ποιμνίου του και αγωνίστηκε με θερμότατο ζήλο για την διατήρηση και ενίσχυση των ορθοδόξων δογμάτων, καταπολεμώντας όλες τις αιρετικές δοξασίες και πλάνες της εποχής του και ιδιαίτερα εκείνες του Ωριγένη. Κάνοντας συνεχή χρήση των λόγων της Αγίας Γραφής και γράφοντας πλήθος αντιαιρετικά συγγράμματα, αγωνίστηκε για να κρατήσει τούς πιστούς στην ανόθευτη χριστιανική πίστη.

Το 381 μ.Χ., μαζί με τέσσερις άλλους Κυπρίους επισκόπους, ο Επιφάνιος έλαβε μέρος και στη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο.

Ο Επιφάνιος πέθανε εν πλω από την Κωνσταντινούπολη, που είχε πάει για εκκλησιαστικές υποθέσεις προς την Κωνστάντια, στις 12 Μαΐου του 403 μ.Χ., μετά από αρχιεροσύνη 36 χρόνων. Το τίμιο λείψανό του μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ' ο Σοφός. Η Σύναξή του ετελείτο στον αγιότατο οίκο του, που ήταν στο ναό του Αγίου Φιλήμονος.

Ο Επιφάνιος Κωνσταντίας έκτισε την μεγάλη βασιλική (δεν την ολοκλήρωσε μέχρι τον θάνατό του), της οποίας τα ερείπια διασώζονται μέχρι τις ημέρες μας. Ο μεγάλος αυτός Αρχιεπίσκοπος, πολύ σημαντικός διδάσκαλος και πατέρας της Εκκλησίας, υπήρξε και αξιόλογος συγγραφέας. Τα έργα του «Πανάριον» (περιέχει επιχειρήματα για την ανασκευή των αιρέσεων που υπήρχαν τότε), «Αγκυρωτός» (σε 120 παραγράφους περιλαμβάνει μια επιτομή της σύγχρονης προς τον άγιο Επιφάνιο Θεολογίας), «Περί μέτρων και σταθμών», «Περί των δώδεκα λίθων των όντων εν τοις στολισμοίς του Ααρών», αποτελούν πολύτιμα πετράδια στο μέγα ψηφιδωτό της Πατερικής Γραμματείας.

Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά θαύματα που έκανε ο Άγιος Επιφάνιος: θεράπευσε την κόρη του βασιλιά της Περσίας από το δαιμόνιο που την βασάνιζε, ανάστησε το νεκρό παιδί ενός άρχοντα της Περσίας, θανάτωσε ένα λέοντα που έβγαινε από το δάσος κι έτρωγε τους ανθρώπους που περνούσαν από εκεί κοντά, εξεδίωξε το δαιμόνιο από κάποιο Κάλλιστο που ήταν γιος του πρώτου Έπαρχου της Ρώμης και τέλος θΘεράπευσε τον Μέγα Θεοδόσιο, τον αυτοκράτορα, από παράλυση των κάτω άκρων.

Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἄναρχου θεότητας, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανῶν ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιούντι δι' ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Αγίες Ολυμπία και Ευφροσύνη οι Οσιομάρτυρες (11 Μαίου)

Αγίες Ολυμπία και Ευφροσύνη οι Οσιομάρτυρες | Pentapostagma

Ιερά Λείψανα:
Μέρος των Ιερών Λειψάνων της Αγίας Ολυμπίας βρίσκονται στην Μονή Αγίου Ραφαήλ στην Θέρμη Λέσβου.
Απότμημα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας Ολυμπίας βρίσκεται στη Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.


Βιογραφία
Η Οσία Ολυμπία και η οσία Ευφροσύνη έζησαν τον 13ο αιώνα μ.Χ. και παρέδωσαν την ψυχή τους με μαρτυρικό θάνατο στις 11 Μαΐου του 1235 μ.Χ.

Η Οσία Ολυμπία γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς που καταγότανε από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της ήταν Ιερεύς και η μητέρα της κόρη Ιερέως. Από την Κωνσταντινούπολη, άγνωστο για ποιο λόγο, έφυγαν και κατοίκησαν στην Πελοπόννησο. Σε ηλικία δέκα ετών η Ολυμπία έχασε τους γονείς της και οι συγγενείς της την έστειλαν στο μοναστήρι των Καρυών της Θερμής, τη σημερινή Ιερά Μονή του Αγίου Ραφαήλ, όπου η τότε ηγουμένη Δωροθέα ήταν θεία της Ολυμπίας.

Σε ηλικία 19 ετών έγινε η Ολυμπία μοναχή και σε ηλικία 25 ετών, όταν απέθανε η θεία της, έγινε ηγουμένη. Έπειτα από δέκα χρόνια, στις 11 Μαΐου του 1235 μ.Χ., πειρατές ήλθαν στη Μυτιλήνη, πήγαν στο μοναστήρι, διασκόρπισαν τις τριάντα μοναχές και όσες δεν πρόλαβαν να φύγουν, τις κακοποίησαν. Την ηγουμένη και μια γερόντισσα Ευφροσύνη τις βασάνισαν φοβερά. Την Ευφροσύνη, αφού την κρέμασαν σε δένδρο, την έκαψαν. Την Ολυμπία την έκαυσαν σ' όλο το σώμα με λαμπάδες και έπειτα πέρασαν πυρωμένη σιδηρόβεργα στα αυτιά της και τέλος κάρφωσαν το βασανισμένο σώμα της με είκοσι καρφιά σε μια σανίδα και έτσι με τη σανίδα το ενταφίασαν μετά την αναχώρηση των πειρατών.

Ο βίος και το μαρτύριο των δύο τούτων αγίων γυναικών έγιναν γνωστά κατά το έτος 1959 μ.Χ., όταν βρέθηκαν τα σεπτά λείψανα των αγίων της Θερμής και έγινε γνωστή με θείες αποκαλύψεις η ιστορία τους, όπως και οι τάφοι με τα σεπτά λείψανα τους. Στον τάφο της Αγίας Ολυμπίας βρέθηκαν και τα είκοσι καρφιά με τα όποια την είχαν καρφώσει.

Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως μονάσασα τῶν Καρυῶν τὴ Μονὴ ἐν ταύτῃ ἐνήθλησας, τῶν πειρατῶν τὴ χειρὶ κτανθεῖσα, θεόληπτε ὅθεν ἄρτι γνωσθεῖσα, ἐπινεύσει τὴ θεία, ἔδειξας Ὀλυμπία, τὴν σὴν ἄθλησιν πάσι, διὸ σὲ ὁσιομάρτυς Χριστοῦ μακαρίζομεν.

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Προφήτης Ησαΐας (09 Μαίου)

Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Προφήτης Ησαΐας

Ιερά Λείψανα:
Απότμημα Κάρας του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Χιλανδαρίου Αγίου Όρους.

Βιογραφία
Ο Προφήτης Ησαΐας, υιός του Αμώς, γεννήθηκε στα Ιεροσόλυμα περί το 774 π.Χ. Υπήρξε ο πρώτος μεταξύ των τεσσάρων μεγάλων Προφητών, ο λαμπρότερος και μεγαλοφωνότερος από αυτούς. Το όνομα Ησαΐας, εβραϊστί Γιασιαγιάχου, σημαίνει «ο Θεός σώζει».

Κατά αρχαία ραββινική παράδοση, ο πατέρας του ήταν αδελφός του βασιλέως των Ιουδαίων Αμασίου, η δε θυγατέρα του λέγεται ότι είχε νυμφευθεί τον βασιλέα Μαννασή. Οι παραδόσεις αυτές, θρύλοι μάλλον και όχι ιστορικές αλήθειες, υποδηλώνουν πάντως την ευγενή καταγωγή του Ησαΐου. Ο Ησαΐας ήταν έγγαμος και είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τα οποία αναφέρονται στις Προφητείες του. Σε αυτά, κατ' εντολήν προφανώς του Θεού, είχαν δοθεί συμβολικά ονόματα. Του μεν πρώτου το όνομα ήταν Ιασούβ και σημαίνει κατά τους εβδομήκοντα «το υπόλοιπο θα επιστρέψει», δηλαδή οι εναπομείναντες στην αιχμαλωσία Ιουδαίοι θα επανέλθουν στην πατρίδα τους. Του δε άλλου το όνομα ήταν Μαχέρ Σχαλάζ Χας Βαζ και σημαίνει «ταχέως σκύλευσον, οξέως προνόμευσον», σε δήλωση της επικείμενης κατά των Ιεροσολύμων επιδρομής των Ασσυρίων και Βαβυλωνίων.

Ο Ησαΐας κλήθηκε στην προφητική διακονία του κατά το 738 π.Χ., τελευταίο έτος της βασιλείας του Οζίου και πρώτο έτος της βασιλείας Ιωάθαμ. Ο ίδιος ιστορεί σε μια συναρπαστική περιγραφή την κλήση του. Ευρισκόμενος στο ιερό είδε τον Κύριο καθήμενο επάνω σε θρόνο υψηλό, ενώ ο ναός ήταν πλημμυρισμένος από υπέρλαμπρο φως της θείας δόξας. Τα εξαπτέρυγα Σεραφίμ, ίσταντο γύρω από το θείο θρόνο προσφωνώντας και αντιφωνώντας το ένα το άλλο, δοξολογώντας τον Θεό και λέγοντας «άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης Αυτού». Μπροστά στο μεγαλειώδες αυτό θέαμα ο Ησαΐας καταλύφθηκε από βαθιά συγκίνηση και δέος, αναλογίστηκε την αναγιότητά του ως ανθρώπου και αναφώνησε ότι, ως άνθρωπος που έχει ακάθαρτα χείλη, αξιώθηκε να δει τον Βασιλέα, Κύριο Σαβαώθ. Μετά την ταπεινή αυτή ομολογία του, ένα από τα Σεραφίμ έλαβε διά της λαβίδος στο χέρι του αναμμένο κάρβουνο από το θυσιαστήριο, στο οποίο καιγόταν ευώδες θυμίαμα, άγγιξε τα χείλη του Ησαΐα και του είπε: «ιδού, αυτό άγγιξε τα χείλη σου και θα αφαιρέσει τις ανομίες σου και θα καθαρίσει τελείως και θα απαλείψει από σένα τις αμαρτίες σου».

Το έργο του Προφήτη Ησαΐα επεκτάθηκε επί της βασιλείας του Ιωάθαμ, Άχαζ, Εζεκίου, ίσως δε και επί Μανασσή, από τον οποίο, όπως λέγεται καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέσθηκε με ξύλινο πριόνι, επειδή τον έλεγξε δημοσίως για την ασέβειά του.

Η εποχή κατά την οποία έζησε ο Ησαΐας ήταν πολύ δύσκολη για το Ισραηλιτικό βασίλειο. Οι Εβραίοι της εποχής εκείνης είχαν εκτραπεί σε μια υλόφρονα ζωή, για την ικανοποίηση της οποίας δεν δίσταζαν μπροστά σε καμία αδικία και παρανομία. Οι ιερείς ήταν μέθυσοι, οι ψευδοπροφήτες οργίαζαν, οι άρχοντες ήταν κλέφτες. Οι ψευδοευλαβείς εκείνοι, που νήστευαν και προσέφεραν θυσίες υποκριτικά και ήταν άδικοι και ανελεήμονες, είχαν πληθυνθεί και συνεργούσαν στη διαφθορά.

Μια τέτοια κατάπτωση ήταν επόμενο να οδηγήσει σε ολιγοπιστία, σε απιστία προς τον αληθινό Θεό και σε εκτροπή προς την ειδωλολατρία. Εξαιτίας της αμαρτωλότητας και ασέβειας που κυριαρχούσε, με σκοπό την παιδαγωγία, την επιστροφή του λαού και την υπακοή στον θείο νόμο, ο Θεός επέτρεπε συμφορές και θλίψεις, ιδιαίτερα δε τις καταστρεπτικές επιδρομές ξένων, γειτονικών και μακρινών λαών.

Έτσι το έργο του Προφήτη Ησαΐα, καθ' όλο το διάστημα της δράσεώς του, ήταν να ελέγχει την αμαρτωλότητα και ασέβεια, να καταδικάζει αυστηρότατα την αποστασία και ειδωλολατρία, να προλέγει θλίψεις κατά του αποστάτη λαού και να καλεί σε μετάνοια και επιστροφή προς τον Θεό. Σε περίοδο δε προφανών κινδύνων, επιδρομής εχθρών και δουλείας του λαού, ενθάρρυνε τους αποκαρδιωμένους, αναθέρμαινε την πίστη και υπακοή προς τον Θεό, καλλιεργούσε την ελπίδα της απολυτρώσεως. Αλλά εκείνο το οποίο χαρακτηρίζει εντονότερα τον Ησαΐα είναι κυρίως οι πολυάριθμες και καθαρότατες Χριστολογικές Προφητείες του. Φωτιζόμενος από το Πανάγιο Πνεύμα προανήγγειλε την εκ Παρθένου γέννηση του Λυτρωτού, όπως και το Όνομα Αυτού «Εμμανουήλ», το οποίο σημαίνει «ο Θεός μαζί μας». Γι' αυτό και ονομάσθηκε από τους Πατέρες, «Ευαγγελικός Προφήτης», οι δε Προφητείες του «Καθ' Ησαΐαν Ευαγγέλιον».

Το ιερό λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β' (408 - 450 μ.Χ.) και κατατέθηκε στο ναό του Αγίου Μάρτυρα Λαυρεντίου που ήταν πλησίον των Βλαχερνών.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ἡσαῒου, τὴν μνήμην Κύριε ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν, Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς σάλπιγξ πανεύσημος, μεγαλοφώνω φθογγή, τῷ κόσμῳ προήγγειλας, τὴν παρουσίαν Χριστοῦ, Προφῆτα θεσπέσιε, σὺ γὰρ τοῦ Παρακλήτου, ἑλλαμφθεῖς τὴ δυνάμει, κάλαμος ὀξυγράφος, τῶν μελλόντων ἐδείχθης, διὸ σὲ Ἠσαΐα, ὕμνοις γεραίρομεν.

Άγιος Χριστόφορος ο Μεγαλομάρτυρας (09 Μαίου)

Ο Άγιος Χριστόφορος ο Μεγαλομάρτυρας | e-mesara

Πολιούχος:
Αγρίνιο, Πικέρμι

Ιερά Λείψανα:
Η Κάρα του Αγίου Χριστόφορου βρίσκεται στη Μονή Καρακάλου Αγίου Όρους.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Χριστόφορου βρίσκονται στις Μονές Προυσού Ευρυτανίας, Γενν. Θεοτόκου Αιγίνης, Αγ. Αναργύρων Καστοριάς και Κύκκου Κύπρου.


Προστάτης:
συγκοινωνία (αυτοκινητιστές, οδηγοί), ταξίδια, κηπουροί, (προστασία εναντίον) καταιγίδες, επιληψία.

Βιογραφία
Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστόφορος καταγόταν από ημιβάρβαρη φυλή και ονομαζόταν Ρεμπρόβος, που σημαίνει αδόκιμος, αποδοκιμασμένος, κολασμένος. Πιθανότατα έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.), όταν στην Αντιόχεια Επίσκοπος ήταν ο Άγιος Ιερομάρτυς Βαβύλας (τιμάται 4 Σεπτεμβρίου).

Ο Άγιος ως προς την εξωτερική εμφάνιση ήταν τόσο πολύ άσχημος, γι' αυτό και αποκαλείτο «κυνοπρόσωπος».

Η μεταστροφή του στον Χριστό έγινε με τρόπο θαυμαστό. Συνελήφθη αιχμάλωτος σε μάχη, που διεξήγαγε το έθνος του με τα Ρωμαϊκά αυτοκρατορικά στρατεύματα. Κατατάγηκε στις Ρωμαϊκές λεγεώνες και πολέμησε κατά των Περσών, επί Γορδίου και Φιλίππου.

Όταν ήταν ακόμη κατειχούμενος, για να ευχαριστήσει τον Χριστό, εγκαταστάθηκε σε επικίνδυνη δίοδο ποταμού και μετέφερε δωρεάν επί των ώμων του εκείνους που επιθυμούσαν να διέλθουν τον ποταμό. Μια μέρα παρουσιάσθηκε προς αυτόν μικρό παιδί, το οποίο τον παρακάλεσε να τον περάσει στην απέναντι όχθη. Ο Ρεμπρόβος πρόθυμα το έθεσε επί των ώμων του και στηριζόμενος επί της ράβδου του εισήλθε στον ποταμό. Όσο όμως προχωρούσε, τόσο το βάρος του παιδιού αυξανόταν, ώστε με μεγάλο κόπο κατόρθωσε να φθάσει στην απέναντι όχθη. Μόλις έφθασε στον προορισμό του, κατάκοπος είπε στο παιδί ότι και όλο τον κόσμο να σήκωνε δεν θα ήταν τόσο βαρύς. Το παιδί του απάντησε: «Μην απορείς, διότι δεν μετέφερες μόνο τον κόσμο όλο, αλλά και τον πλάσαντα αυτόν. Είμαι Εκείνος στην υπηρεσία του Οποίου έθεσες τις δυνάμεις σου και σε απόδειξη αυτού φύτεψε το ραβδί σου και αύριο θα έχει βλαστήσει», και αμέσως εξαφανίσθηκε. Ο Ρεμπρόβος φύτεψε την ράβδο και την επομένη την βρήκε πράγματι να έχει βλαστήσει. Μετά το περιστατικό αυτό βαπτίσθηκε Χριστιανός από τον Άγιο Ιερομάρτυρα Βαβύλα, ο οποίος τον μετονόμασε σε Χριστόφορο. Η άκτιστη θεία Χάρη, που έλαβε την ώρα του βαπτίσματος και του Χρίσματος, μεταμόρφωσε όλη του την ύπαρξη. Και αυτή ακόμα η δύσμορφη όψη του φαινόταν φωτεινότερη και ομορφότερη.

Στην Ορθόδοξη αγιογραφία ο Άγιος εικονίζεται να μεταφέρει στον ώμο του τον Χριστό. Εξ' αφορμής ίσως του γεγονότος αυτού θεωρείται προστάτης των οδηγών και στο Μικρόν Ευχολόγιον και συγκεκριμένα στην Ακολουθία «επί ευλογήσει νέου οχήματος» υπάρχει, πρώτο στη σειρά, το απολυτίκιό του.

Κατά τον τότε εναντίον των Χριστιανών διωγμό, λίγο μετά την βάπτισή του, είδε Χριστιανούς να κακοποιούνται από τους ειδωλολάτρες. Από αγανάκτηση επενέβη και έκανε δριμύτατες παρατηρήσεις προς αυτούς, διέφυγε δε τη σύλληψη χάρη στο γιγαντιαίο του παράστημα και την ηράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε όμως στον αυτοκράτορα και διατάχθηκε η σύλληψή του. Για τον σκοπό αυτό απεστάλησαν διακόσιοι στρατιώτες. Αυτοί, αφού ερεύνησαν σε διάφορα μέρη, τον βρήκαν κατά την στιγμή την οποία ετοιμαζόταν να γευματίσει ένα κομμάτι ξερό ψωμί. Κατάκοποι οι στρατιώτες και πεινασμένοι ζήτησαν από τον Άγιο Χριστόφορο να τους δώσει να φάγουν και ως αντάλλαγμα του υποσχέθηκαν ότι δεν θα τον κακομεταχειρίζονταν. Ένας από τους στρατιώτες, βλέποντας ότι πλην του ξερού άρτου δεν υπήρχε καμία άλλη τροφή, ειρωνευόμενος τον Χριστόφορο, του είπε ότι ευχαρίστως θα γινόταν Χριστιανός, εάν είχε την δύναμη να τους χορτάσει όλους με το κομμάτι εκείνο του άρτου. Τότε ο Άγιος, αφού γονάτισε, άρχισε να παρακαλεί τον Χριστό να πολλαπλασιάσει το κομμάτι εκείνο του άρτου, όπως πολλαπλασίασε τους πέντε άρτους στην έρημο, για να χορτάσουν οι πεινώντες στρατιώτες και να φωτισθούν στην αναγνώριση και ομολογία Αυτού. Η παράκληση του Αγίου εισακούσθηκε και το τεμάχιο του άρτου πολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντας οι στρατιώτες το θαύμα αυτό, προσέπεσαν στα πόδια του Αγίου και τον παρακαλούσαν να τους γνωρίσει καλύτερα τον Θεό του. Ο Άγιος εξέθεσε με απλότητα τη Χριστιανική διδασκαλία και αφού όλοι εξέφρασαν την επιθυμία να γίνουν Χριαστιανοί, τους οδήγησε προς τον Επίσκοπο Αντιοχείας Βαβύλα, ο οποίος, αφού τους κατήχησε, τους βάπτισε. Όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε το γεγονός, τους μεν στρατιώτες συνέλαβε και αποκεφάλισε, τον δε Χριστόφορο προσπάθησε με υποσχέσεις και κολακείες να μεταπείσει, αλλά οι προσπάθειές του προσέκρουσαν στην επίμονη άρνηση αυτού. Κατόπιν τούτου έστειλε προς αυτόν δύο διεφθαρμένες γυναίκες, την Ακυλίνα και την Καλλινίκη, ελπίζοντας ότι με τα θέλγητρά τους θα τον σαγήνευαν και θα τον παρέσυραν. Οι δύο γυναίκες, αφού άκουσαν την προτροπή του Αγίου, για να επανέλθουν στον δρόμο της αγνότητας και της αρετής, έγιναν Χριστιανές και, αφού παρουσιάσθηκαν ενώπιον του αυτοκράτορα Δεκίου, ομολόγησαν τον Χριστό. Γι' αυτό και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.

Στη συνέχεια ο Άγιος Χριστόφορος υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια και τέλος υπέστη τον δι' αποκεφαλισμού θάνατο το 251 μ.Χ.

Η Σύναξη αυτού ετελείτο στο Μαρτύριο αυτού κοντά στο ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στο Κυπαρίσσιον και στο ναό του Αγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, πλησίον της Αγίας Ευφημίας των Ολυβρίου.

Σημείωση: Το δίστιχο του Αγίου Χριστοφόρου (όπως και τους περισσότερους ιαμβικούς στίχους που διαβάζετε) τους έχει γράψει ο Xριστόφορος ο Πατρίκιος. Γι' αυτό και το δίστιχο του ξεκινάει (σε μετάφραση): «εγώ σε ξέρω Xριστοφόρον συνώνυμόν μου.....»


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Στολαῖς ταῖς ἐξ αἵματος, ὡραϊζόμενος, Κυρίῳ παρίστασαι, τῷ Βασιλεῖ οὐρανῶν, Χριστοφόρε ἀοίδιμε· ὅθεν σὺν Ἀσωμάτων, καὶ Μαρτύρων χορείαις, ᾄδεις τῆ τρισαγίῳ, καὶ φρικτῇ μελωδίᾳ· διὸ ταῖς ἱκεσίαις ταῖς σαῖς, σῶζε τοὺς δούλους σου.




Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Όσιος Αρσένιος ο Μέγας (08 Μαίου)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΑΥΣ: Όσιος Αρσένιος ο Μέγας

Πολιούχος:Πάρος

Ιερά Λείψανα:
Απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Οσίου βρίσκεται στη Μονή Κύκκου Κύπρου.

Βιογραφία
Ο Όσιος Αρσένιος ο Μέγας γεννήθηκε στη Ρώμη, στην Εκκλησία της οποίας ήταν διάκονος, από γονείς πλούσιους και ευσεβείς και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 - 395 μ.Χ.). Διακρινόταν για τη σοφία, το άμεμπτο ήθος και τις ποικίλες αρετές του. Διήλθε τη ζωή του με την προσευχή, τη λατρευτική ζωή, την μελέτη και την τήρηση των θείων εντολών και έμαθε και την «ἄγνωστον γνώσην». Τη γνώση δηλαδή που δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με το ανθρώπινο μυαλό, αλλά αποκαλύπτεται από το Θεό στην κεκαθαρμένη καρδιά. Με άλλα λόγια, εντρύφησε με την μελέτη και τον τρόπο ζωής του στα μυστήρια της Βασιλείας του θεού και αναδείχθηκε σοφός διδάσκαλος και άριστος παιδαγωγός. Εξ αιτίας αυτού, με την υπόδειξη του βασιλέως Γρατιανού και του Πάπα Ιννοκεντίου, προσλήφθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο ως διδάσκαλος των υιών του Αρκαδίου και Ονωρίου.

Στην Κωνσταντινούπολη έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές, του εδόθηκε ο τίτλος του πατρικίου και ετιμάτο ως βασιλοπάτωρ, και όλοι τον θαύμαζαν για την πολυμάθεια και την σεμνότητα του ήθους του. Αποφεύγοντας τους θορύβους της πόλεως και τον πολυτελή βίο στα ανάκτορα, παρακαλούσε τον Θεό να τον βοηθήσει να απαλλαγεί από τα υψηλά του καθήκοντα και να τον οδηγήσει σε οδό σωτηρίας. Οι παρακλήσεις του Οσίου εισακούσθηκαν και μία μέρα άκουσε υπερκόσμια φωνή, η οποία τον πρότρεπε να εγκαταλείψει τον κόσμο. Ευθύς αμέσως απέβαλε τα λαμπρά του ενδύματα και αφού μεταμφιέσθηκε, έφυγε στην Αίγυπτο, εισήλθε σε Σκήτη και εκάρη μοναχός. Εκεί έλαβε πληροφορία από τον Θεό να ασκηθεί περισσότερο στη σιωπή και την ησυχία. Η υπεροχή του κατά την μόρφωση και τα ιερά γράμματα και το ασκητικό ήθος, η ταπεινοφροσύνη και οι κατά Θεόν αρετές του, το ανέδειξαν σε πνευματικό προεστώτα μεταξύ των συνασκητών του στην έρημο. Η φήμη της αγιότητάς του διαδόθηκε σε όλη την περιοχή, πολλοί δε από τις πόλεις προσέρχο νταν για να ακούσουν τη διδασκαλία του, να ωφεληθούν πνευματικά και να λάβουν την ευλογία του. Ακόμη και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος επισκέφθηκε πολλές φορές τον Όσιο Αρσένιο, για να συμβουλευθεί επί θεολογικών και εκκλησιαστικών ζητημάτων.

Σε μία από τις επισκέψεις του ο Αλεξανδρείας Θεόφιλος μαζί με μερικούς άλλους παρεκάλεσε τον Όσιο να τους πει κάποιο λόγο, για να ωφεληθούν πνευματικά. «Εάν σας πω κάποιο λόγο, θα τον εφαρμόσετε;». Κι όταν εκείνοι απάντησαν καταφατικά, τους αποκρίθηκε: «Όπου ακούετε ότι βρίσκεται ο Αρσένιος, μην πλησιάζετε σε αυτόν». Το περιστατικό αυτό δείχνει την μεγάλη του ταπείνωση. Εβίωνε στην καθημερινή του ζωή το λόγο «ὅσο μέγας εἶ, τοσούτον ταπείνου σεαυτόν».

Ο Όσιος, για να αποφύγει την κοινωνικότητα και τις συχνές βαρβαρικές εισβολές και για να επιδοθεί απερίσπαστος στην προσευχή και τον καθαρό ασκητικό βίο, εγκατέλειψε τη Σκήτη και με τη συνοδεία των μαθητών του Αλεξάνδρου και Ζωίλου κατέφυγε στην Πέτρα, κοντά στη Μέμφιδα, και μετά στην Κανώπη εκεί όπου το 445 μ.Χ. κοιμήθηκε εν ειρήνη. Όταν πλησίαζε η ώρα της εξόδου του από την πρόσκαιρη αυτή ζωή, τον ρώτησαν οι μαθητές του, σε ποιόν τόπο και πώς θα ήθελε να τον ενταφιάσουν, κι εκείνος ο μακάριος τους αποκρίθηκε: «Ὦ, τέκνα μου, νὰ δέσετε σχοινίον εἰς τοὺς πόδας μου καὶ νὰ μὲ σύρετε εἰς τὸ βουνόν». Κι αυτή η απάντηση είναι ενδεικτική της ταπεινώσεώς του.

Ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης περιγράφει και την εξωτερική εμφάνιση του Οσίου και λέγει ότι ο Όσιος Αρσένιος ήταν «ξηρὸς τὸ σῶμα καὶ μακρὺς εἰς τὸ μέγεθος, εἶχε τὰ γένεια μακριὰ ἕως τὴν κοιλίαν, τὸ εἶδος τοῦ προσώπου του ἦτο ἀγγελικὸν καὶ σεβάσμιον, ὡς τὸ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ».

Αξιοσημείωτα είναι τα τρία αποφθέγματα που μας άφησε. Πρώτον η υπενθύμιση, που συνήθιζε να κάνει στον εαυτό του να μην ξεχάσει ποτέ το λόγο για τον οποίο ζούσε και για τον οποίο πήγε στην έρημο. Και ο λόγος αυτός δεν είναι άλλος από τη θέωση, που είναι κι ο σκοπός της ζωής όλων των Χριστιανών. Δεύτερον, το «ὁ Θεός μου, μὴ ἐγκαταλείπῃς με, ὅτι οὐδὲν ἐποίησα ἀγαθὸν ἐνώπιόν Σου, ἀλλὰ δὸς μοι διὰ τὴν ἀγαθότητά Σου βαλεὶν ἀρχήν». Δηλαδή, ο Όσιος Αρσένιος θεωρούσε τον εαυτό του πολύ αμαρτωλό, αισθανόταν ότι δεν έχει κάνει κανένα καλό στη ζωή του και παρακαλούσε τον Θεό να μην τον εγκαταλείψει, αλλά να τον αξιώσει να βάλει αρχή μετανοίας. Τρίτον, η συμβουλή «πᾶσαν σου τὴν σπουδὴν ποίησον, ἶνα ἡ ἔνδον σου ἐργασία κατὰ Θεὸν ἦ, καὶ νικήσης τὰ ἔξω πάθη». Δηλαδή, μας προτρέπει ο Όσιος, όπως ερμηνεύει ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ότι όλη την σπουδή μας πρέπει να έχουμε στο να γίνεται η εσωτερική εργασία της ιεράς προσευχής και νίψεως καθαρά και μόνο για τον Θεό, διότι αν αυτή ενεργείται καθαρά, θα νικήσουμε τα εξωτερικά πάθη του σώματος. Την παραπάνω συμβουλή του Οσίου Αρσενίου την αναφέρει πολλές φορές στους λόγους του ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας, ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν τερπνῶν ἀπανέστης ἐμφρόνως Ὅσιε, χρηματισθεῖς οὐρανόθεν ὡς Ἀβραὰμ ὁ κλεινός, καὶ Ἀγγέλων μιμητής, ὤφθης τῷ βίῳ σου, λόγω ἐμπρέπων πρακτικῶ, καὶ σοφία ἀληθεῖ, Ἀρσένιε θεοφόρε. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.